-
1 κολλητικός
κολλητικόςglutinous: masc nom sg -
2 κολλητικός
A glutinous, Arist.Pr. 928a5 ([comp] Comp.), Plu.2.952b; δύναμις κ. τραυμάτων closing up wounds, Dsc.3.85;κ. φάρμακον Gal.11.439
; κ. ἔργα plumber's work, PLond.3.1177.283 (ii A.D.): [dialect] Dor. [full] κολλᾱτικόν, τό, = κόλλα, IG42(1).102.69 (Epid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολλητικός
-
3 κολλητικός
1) adhesive2) contagious3) infectious4) stickyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κολλητικός
-
4 κολλητικά
κολλητικόςglutinous: neut nom /voc /acc plκολλητικά̱, κολλητικόςglutinous: fem nom /voc /acc dualκολλητικά̱, κολλητικόςglutinous: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 κολλητικώτερον
κολλητικόςglutinous: adverbial compκολλητικόςglutinous: masc acc comp sgκολλητικόςglutinous: neut nom /voc /acc comp sg -
6 κολλητικόν
κολλητικόςglutinous: masc acc sgκολλητικόςglutinous: neut nom /voc /acc sg -
7 κολλητικαί
κολλητικόςglutinous: fem nom /voc pl -
8 κολλητικωτάτη
κολλητικόςglutinous: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
9 κολλητικωτέρου
κολλητικόςglutinous: masc /neut gen comp sg -
10 κολλητική
κολλητικόςglutinous: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 κολλητικήν
κολλητικόςglutinous: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 κολλητικών
-
13 κολλητικῶν
-
14 κολλητική
-
15 κολλητικῇ
-
16 κολλητικής
-
17 κολλητικῆς
-
18 κολλητικαίς
-
19 κολλητικαῖς
-
20 κολλητικοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κολλητικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλάει, συγκολλητικός. 2. μολυσματικός, μεταδοτικός: Ο κοκίτης είναι κολλητική ασθένεια της παιδικής ηλικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλητικός — glutinous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικός — ή, ό (AM κολλητικός, ή, όν, Α δωρ. τ. κολλατικός, ή, όν) [κολλητός] αυτός που χρησιμεύει για κόλληση, αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλά νεοελλ. 1. (για συνήθειες) αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλητικό η κολλώδης ουσία… … Dictionary of Greek
κολλητικά — κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc pl κολλητικά̱ , κολλητικός glutinous fem nom/voc/acc dual κολλητικά̱ , κολλητικός glutinous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικώτερον — κολλητικός glutinous adverbial comp κολλητικός glutinous masc acc comp sg κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικῶν — κολλητικός glutinous fem gen pl κολλητικός glutinous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικόν — κολλητικός glutinous masc acc sg κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικαῖς — κολλητικός glutinous fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικαί — κολλητικός glutinous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικοῖς — κολλητικός glutinous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικοῦ — κολλητικός glutinous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)