Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κοινώνημα

См. также в других словарях:

  • κοινώνημα — κοινώνημα, τὸ (Α) [κοινωνώ] 1. ανακοινωθέν, ανακοίνωση 2. γνωστοποίηση 3. κοινή επιχείρηση 4. πάπ. συνεταιρισμός για επιχείρηση 5. σημείο εφαρμογής 6. συνάφεια, σχέση 7. στον πληθ. τὰ κοινωνήματα οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες …   Dictionary of Greek

  • κοινώνημα — that which is communicated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνημάτων — κοινώνημα that which is communicated neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνήμασι — κοινώνημα that which is communicated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνήμασιν — κοινώνημα that which is communicated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνήματα — κοινώνημα that which is communicated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνήματος — κοινώνημα that which is communicated neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»