Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κοινεῖον

См. также в других словарях:

  • κοινείον — κοινεῑον, τὸ (Α) [κοινός] 1. κοινός χώρος συγκεντρώσεων 2. εταιρεία, σύνδεσμος 3. πορνείο, χαμαιτυπείο 4. κοινό ταμείο …   Dictionary of Greek

  • κοινεῖον — common hall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»