-
1 κοιλοτέρα
κοιλοτέρᾱ, κόιλοςhollow: fem nom /voc /acc comp dualκοιλοτέρᾱ, κόιλοςhollow: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)κοῑλοτέρᾱ, κοῖλοςhollow: fem nom /voc /acc comp dualκοῑλοτέρᾱ, κοῖλοςhollow: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————κοιλοτέρᾱͅ, κόιλοςhollow: fem dat comp sg (attic doric aeolic)κοῑλοτέρᾱͅ, κοῖλοςhollow: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
2 κοιλοτέρᾳ
Βλ. λ. κοιλοτέρα -
3 κοιλότερα
κόιλοςhollow: neut nom /voc /acc comp plκοῑλότερα, κοῖλοςhollow: neut nom /voc /acc comp pl -
4 κοιλοτέρας
κοιλοτέρᾱς, κόιλοςhollow: fem acc comp plκοιλοτέρᾱς, κόιλοςhollow: fem gen comp sg (attic doric aeolic)κοῑλοτέρᾱς, κοῖλοςhollow: fem acc comp plκοῑλοτέρᾱς, κοῖλοςhollow: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
5 κοιλοτέραν
κοιλοτέρᾱν, κόιλοςhollow: fem acc comp sg (attic doric aeolic)κοῑλοτέρᾱν, κοῖλοςhollow: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
6 κοῖλος
κοῖλος, η, ον, [dialect] Aeol.and [dialect] Ion. κοίϊλος, prob. in Alc.15.5, Mimn.12.6; [full] κόϊλος, α, ον, Anacr.9 ([comp] Comp. - ώτερα), cf. A.D.Pron.87.5, Hdn.Gr.2.927:—A hollow, Hom.mostly as epith. of ships,κ. νῆες Il.1.26
, al. (later κ. ναῦς hold of the ship, Hdt.8.119, X.HG1.6.19, D.32.5; so ἡ κ. alone, Theoc.22.12, Callix.1;τὰ κ. App.BC5.107
); κ. λόχος, κ. δόρυ, of the Trojan horse, Od.4.277, 8.507;κ. σπέος 12.93
;κ. πέτρα A. Eu.23
, S.Ph. 1081 (lyr.); κ. κάπετος, of a grave, Il.24.797, S.Aj. 1165 (anap.), cf. Ant. 1205;κ. τάφρος E.Alc. 898
(anap.);κ. νάρθηξ Hes. Op.52
; ; κ. φλέψ vena cava, Hp.Loc.Hom.3, Gal. 2.786, 4.668;σφόνδυλος κ. Pl.R. 616d
; of vessels,ἀγγήϊα Hdt.4.2
; ; ;κύλικος.. κοῖλον κύτος Pl.
Com.189; κ. ἄργυρος καὶ χρυσός silver and gold plate, Theopomp. Hist.283a, cf. S.Fr. 378, Arist.Oec. 1350b23, etc.;κ. ἐκκοπεύς Gal.10.445
; νόμισμα κ. dub. sens. in Numen. ap. Eus.PE11.18; sunk, (Chalcedon, iii/ii B.C.), cf. Longin.Rh.p.199 H. (but κ. γραμμή curved line, Hero Bel.75.15); ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν curved canopy, Rev.Arch.22.63 (Callatis, iii B.C.); κ. ὑποδήματα boots that reach to mid-leg, Ael.NA6.23 (κοῖλα ποσσὶν ὑποδέδεσθε Ezek.Exag. 181
, cf. Poll.7.84); κ. δέμνια empty bed, S.Tr. 901; κ. χείρ, of a beggar, AP12.212 (Strat.);κ. ἱστίον Poll.1.107
; κοῖλος μήν short month, Gem.8.3, cf.κοιλοποιέομαι, κοῖλος 11.3
: [comp] Comp., -ότερος ὁλμοῦ Epich.81
.2 of Places, lying in a hollow or forming a hollow, κ. Λακεδαίμων the vale of L., Od.4.1;κ. Θεσσαλίη Hdt.7.129
;κ. Ἄργος S.OC 378
, 1387;Αὐλίδος κ. μυχοί E. IA 1600
;κ. τόποι Plb.3.18.10
: as pr.n., K. Συρία the district between Lebanon and Anti Lebanon, Id.1.3.1, etc.; τὰ K.τῆς Εὐβοίης Hdt. 8.13
; ἡ K. the valley of the Ilissus, name of Attic deme, Id.6.103, etc.: [comp] Comp.,κοιλότερα τῆς κάτωθεν χώρας Arist.Mete. 352b33
.b κ. λιμήν harbour lying between high cliffs, Od.10.92; κ. αἰγιαλός embayed beach, 22.385;ἐν τῷ κ. καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Th.7.52
.c κ. ὁδός hollow way, Il.23.419;κ. ἄγυια Pi.O.9.34
.d κ. ποταμός a river nearly empty of water, Th.7.84; ap. Ath.9.388a; but κ. ποταμός with deep bed, Plb.21.37.4.3 κ. ἅλς, θάλασσα, the sea full of hollows, i.e. with a heavy swell on, A.R. 2.595, Plb.1.60.6.4 κ. νοσήματα internal complaints, Philostr. VA3.44.II metaph.,1 of the voice, hollow, κόχλον ἑλὼν μυκήσατοκοῖλον Theoc.22.75
(though here κοῖλον may agree with κόχλον); φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρύ Luc.Ner.6
, Philostr.VA3.38;ὁ -ότατος τῶν φθόγγων Aristid.Quint.1.10
.2 Philos., hollow, empty, void of content, αἱ κ. ἐνέργειαι, opp. αἱ ἀμείνους, Herm.in Phdr.p.170A.: more freq.in [comp] Comp., κοιλοτέρα θεωρία, ζωή, ib.pp.67,68A.; τὰ -ότερα, opp. τὰ ὑπέρτερα, ib.p.143 A., cf. Dam.Pr.96; χωρῶν πρὸς τὸ κ. ib. 379.3 ἡμέραν κ. ποιεῖσθαι allow payments to lapse for a day (cf.κοιλαίνω 11.2
), BGU1136.5 (i B.C.); οὐδεμίαν δόσιν κ. ποιεῖσθαι ib. 1146.15 (i B.C.).III concave, τὸ κ., opp. τὸ κυρτόν, Arist.Ph. 222b3, EN 1102a31;κοῖλα καὶ ἐσέχοντα Philostr.Im.2.20
; of military formations, Ascl.Tact.11.1.IV Subst. κοῖλον, τό, hollow, cavity, Pl.Phd. 109b, al.; esp. of cavities in the body,τὰ κ. γαστρός E.Ph. 1411
; τὰ κ. [τῆς καρδίας] the ventricles, Arist.HA 496a13; τὸ κ. τῶν νεφρῶν ib. 497a11;τὸ τῶν χειρῶν κ. Apollod.
ap. Ath. 11.479a;τὸ κ. τοῦ.. ποδός Hp.Epid.5.48
: prov., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι to show 'a clean pair of heels', Hsch.; τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου, Hp.Mul.2.119, Nat.Mul.9 codd. (sed leg. κύλα) ; τὰ κ. alone, hollows of the side, flanks, like κενεών, Arist.HA 630a3.2 κοῖλος· θυρεών, οὐκ ἔχων θύρας, Hsch.
См. также в других словарях:
κοιλοτέρα — κοιλοτέρᾱ , κόιλος hollow fem nom/voc/acc comp dual κοιλοτέρᾱ , κόιλος hollow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱ , κοῖλος hollow fem nom/voc/acc comp dual κοῑλοτέρᾱ , κοῖλος hollow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοτέρᾳ — κοιλοτέρᾱͅ , κόιλος hollow fem dat comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱͅ , κοῖλος hollow fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότερα — κόιλος hollow neut nom/voc/acc comp pl κοῑλότερα , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοτέρας — κοιλοτέρᾱς , κόιλος hollow fem acc comp pl κοιλοτέρᾱς , κόιλος hollow fem gen comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱς , κοῖλος hollow fem acc comp pl κοῑλοτέρᾱς , κοῖλος hollow fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοτέραν — κοιλοτέρᾱν , κόιλος hollow fem acc comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱν , κοῖλος hollow fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπρωρος — η, ο / ὑπόπρῳρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την πλώρη πλοίου 2. φρ. «υπόπρωρη άγκυρα» ναυτ. βοηθητική άγκυρα που είχαν μερικά παλαιά ιστιοφόρα κάτω από τη στείρα τής πλώρης αρχ. (για πλοίο) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek