Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κνωπός

См. также в других словарях:

  • Κνώπος — Αρχαία πόλη και μικρός ποταμός της Βοιωτίας. Δεν έχουν εξακριβωθεί οι θέσεις τους …   Dictionary of Greek

  • κινώπετον — κινώπετον, τὸ (Α) 1. δηλητηριώδες ζώο 2. (ειδ.) φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνώψ, κνωπός «δηλητηριώδες ζώο. φίδι» σχηματίστηκε με ανάπτυξη τού φωνήεντος ι μεταξύ τών συμφώνων κν και εμφανίζει επίθημα ετον (πρβλ. μάσπ ετον, όρπ ετον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»