Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κνίσης

См. также в других словарях:

  • κνίσης — κνί̱σης , κνῖσα steam and odour of fat fem gen sg (attic epic ionic) κνί̱σης , κνῖσα steam and odour of fat fem gen sg (attic epic ionic) κνί̱σης , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice pres ind act 2nd sg κνί̱σης , κνισάω fill with the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιβή — λοιβή, δωρ. τ. λοιβά, ἡ (Α) 1. η σπονδή, ιδίως με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή («βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε», Ομ. Ιλ.) 2. το νερό («λοιβὴν Στυγὸς ὤμοσεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή».… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»