-
1 ἀμφ-έρχομαι
ἀμφ-έρχομαι, Hom. Od. 6, 122 ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυϑε ϑῆλυς ἀυτή, tönte zu mir, 12, 369 καὶ τότε με κνίσης ἀμφήλυϑεν ἡδὺς ἀυτμή, umwehete mich.
-
2 ἀμφέρχομαι
ἀμφ-έρχομαι, tönte zu mir, umwehte mich
См. также в других словарях:
αμφέρχομαι — ἀμφέρχομαι (Α) (στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἔρχομαι] … Dictionary of Greek