-
1 κλάδοι
κλάδοςbranch: masc nom /voc pl -
2 κλάδοι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κλάδοι
-
3 κλάδοι δραστηριότητας
гранки на деjноcтГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κλάδοι δραστηριότητας
-
4 füru
κλάδοι, λεπτομέρειες -
5 κλαδος
ὅ [κλάω II]1) (преимущ. сорванная, отломанная) ветвь, побег(ἐλαίας Aesch.; δάφνης Eur.)
ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι Soph. — увенчанные просительными ветвями, т.е. держа обвитые белой шерстью ветви ( в знак просьбы о заступничестве);εἰ ἥ ῥίζα ἁγία, καὴ οἱ κλάδοι погов. NT. — если свят корень, то (святы) и ветви2) перен. рука(δύο κλάδοι Emped.)
-
6 промышленность
промышленность ж η βιομηχανία- тяжёлая (лёгкая) \промышленность η βαριά (ελαφρό) βιομηχανία* основные отрасли \промышленностьи οι κύριοι κλάδοι της βιομηχανίας* * *жη βιομηχανίαтяжёлая (лёгкая) промы́шленность — η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία
основны́е о́трасли промы́шленности — οι κύριοι κλάδοι της βιομηχανίας
-
7 παλίουρος
παλίουρος, ἡ, eine Art Dornstrauch, rhamnus paliurus, Theophr. (auch masc.) u. A.; παλιούρου κλάδοι, Eur. Cycl. 393; Theocr. 24, 87; πολυστέλεχος, Zon. 5 (IX, 312).
-
8 κλάδος
κλάδος, ὁ, eigtl. ein junger Trieb od. Schößling, den man abbricht (κλάω, vgl. aber κραδαίνω). um ihn auf einen andern Baum zu pfropfen. nach Theophr. der jährige Trieb an den Baumästen; übh. Zweig; ἐλαίας Aesch. Eum. 43, öfter; auch von den Zweigen, welche die Schutzflehenden in den Händen hielten, Suppl. 22. 150 u. öfter, wie ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι Soph. O. R. 3, vgl. 143; δάφνης κλάδοι Eur. Ion 80; einzeln in Prosa. – Der dat. sing. wurde oft (wie von κλάς, κλαδός) κλαδί gebildet; Ar. Lys. 632; Scol. 7 bei Ath. XV, 695 b; Ael. H. A. 4, 38 τῇ κλαδί, von Schneider in τῷ κλαδί geändert; den accus. κλάδα erwähnt Hesych.; κλάδας Nic. bei Ath. XV, 684 a. – Auch von τὸ κλάδος kommt der dat. plur. κλάδεσι vor, Ar. Av. 239. u. κλαδέεσσι, Nic. bei Ath. XV, 683 c.
-
9 νεό-δρεπτος
νεό-δρεπτος, neu, frisch gepflückt; κλάδοι, Aesch Suppl. 329; sp. D., wie Theocr. 26, 8, Nic. Th. 863, Opp. Hal. 1, 198.
-
10 νεό-δροπος
νεό-δροπος, = νεόδρεπτος, κλάδοι, Aesch. Suppl. 349.
-
11 λευκο-στεφής
λευκο-στεφής, ές, weiß bekränzt, Aesch. ἱκετηρίαι, Suppl. 188, u. κλάδοι, 329, von den mit weißer Wolle umwundenen Zweigen der Hülfeflehenden.
-
12 ἀκρό-κομος
ἀκρό-κομος, 1) auf der Spitze behaart, Hom. einmal, Iliad. 4, 533 Θρήικες ἀκρόκομοι, vielleicht weil sie nur oben auf dem Wirbel Haare trugen u. sonst den Kopf schoren; nach Anderen = καρηκομόωντες; Apoll. lex. Hom. 19, 6 ἀκρόκομοι οἱ μήτε κομῶντες μήτε ἀπεψιλωμένοι τὴν κόμην, also mit kurzabgeschnittenen Haaren, die nicht lang herabhängen, sondern nur ἐν ἄκρᾳ τῇ κεφαλῇ sind. – 2) oben belaubt, κλάδοι Eur. Phoen. 1516; κυπάρισσοι Theocr. 22, 41; πίτυς Archi. 29 (VII, 213).
-
13 ἐρν-ώδης
ἐρν-ώδης, ες, einem jungen Schößling ähnlich, κλάδοι ἐρνωδέστατοι Geop.
-
14 ἐγ-χειρίδιος
-
15 ἶερό-στεπτος
ἶερό-στεπτος, zu heiligem Gebrauche geflochten, κλάδοι, die Zweige der Schutzflehenden, Aesch. Suppl. 23, v. l. ἐριοστ.
-
16 ἱκτήρ
-
17 ἱκτήριος
-
18 ακροκομος
21) с волосами на макушке(Θρήϊκες Hom.)
2) с листьями на кончике(ἐλάτας κλάδοι Eur.) или с высокой кроной (κυπάρυσσοι Theocr.; τὰ στελέχη τῶν φοινίκων Diod.; πίτυς Anth.)
-
19 δρυινος
-
20 εγχειριδιος
См. также в других словарях:
κλάδοι — κλάδος branch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ветви — • Κλάδοι ίκετήριοι, обыкновенно στέμματα, также θαλλοί или φυλλάδες ίκετ, у римлян iufulae или vittae, назывались ветви в руках или венки на головах умоляющих о защите, перевитые иногда белыми шерстяными повязками; ср. Infula, Инфула … Реальный словарь классических древностей
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ampelomixia — (griech. ἀμπελομιξία; aus ἄμπελος, ámpelos, „Weinrebe“ und μείγνυμι, meígnymi, „vereinigen“) ist ein spätgriechischer Begriff, der satirisch den Geschlechtsverkehr mit Weinreben bezeichnet. Er tritt erstmals im 2. Jahrhundert n. Chr. beim… … Deutsch Wikipedia
CLADUS — CLADUS, Graece Κλάδος, apud Martialem, l. 2. Epigr. 57. v. ult. modo modo ad Cladi mensam Oppigneravit annulum, unde cenaret: nomen proprium Trapezitae. Alias Κλάδοι Graecis, rami sunt arborum, inprimis in palma, rami e trunco, qui ςτέλεχος… … Hofmann J. Lexicon universale
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… … Dictionary of Greek