-
1 κλιματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιματικός
-
2 κλιματικός
η, ό[ν] климатический;κλιματικές συνθήκες — климатические условия
-
3 κλιματικός
[климатикос] εκ. климатический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλιματικός
-
4 κλιματικός
[климатикос] επ климатический. -
5 климатический
κλιματικός, κλιματολογικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > климатический
-
6 iklimsel
κλιματικός, κλιματολογικός -
7 климатический
климатический κλιματικός* \климатическийие условия οι κλιματικές συνθήκες* * *климати́ческие усло́вия — οι κλιματικές συνθήκες
-
8 климатический
климат||и́ческийприл κλιματικός, κλιματολογικός:\климатическийи́ческие условия οἱ κλιματικές (или κλιματολογικές) συνθήκες. -
9 κλιματικάς
κλιματικά̱ς, κλιματικόςpertaining to: fem acc pl -
10 климатический
επ.κλιματικός, κλιματολογικός•-ие условия κλιματολογικές συνθήκες.
-
11 κλῐ1νω
κλῐ1νωGrammatical information: v.Meaning: `incline (oneself), lean (on), sink, bend'.Other forms: - ομαι, aor. κλῖναι, κλίνασθαι (Il.), pass. κλιθῆναι (Od.), κλινθῆναι (Il.;; Chantraine Gramm. hom. 1, 404 w. n. 2, Schwyzer 761), also κλινῆναι (Att.; prob. for *κλι-ῆναι; Schwyzer 760), fut. κλῐνῶ (Att.), perf. midd. κέκλῐμαι (Il.), with κέκλῐκα (Plb.),Derivatives: 1. from the root with δ-suffix: δι-κλί-δ-ες f. `double leaning, two-winged' (s. v.), ἐγκλίς ἡ καγκελλωτη θύρα (EM); παρα-, ἐγ-κλιδόν `turning aside, inclining' (Od.). 2. From a prefixed present with ending after the s-stems (Schwyzer 513): κατα-, ἐπι-, ἀπο-, ἐκ-, συγ-κλινής etc. `inclined away, slant etc.' (Hp., A.) with ἐπικλίν-εια (Heliol. Med.), συγκλιν-ίαι pl. (Plu.). 3. compounds with τη-suffix: παρα-, συγ-κλί-της `who lies beside or together at the table' (X.. Plu.), ἐπι-κλίν-της `who inclines to the side' (Arist.). - 4. κλειτύ̄ς (also κλῑτύς after κλί̄νω), ύος f. `slope, hill' (Il.; on the notation Schwyzer 506 w. n. 7). 5. κλεῖτος n. (A. R. 1, 599), κλῐ́τος n. (Lyc., LXX, AP) `slope, side'. - 6. κλίσις, most. in prefixcompp., e. g. ἀνά-, κατά-, ἀπό-κλισις `leaning back etc.' (IA.). - 7. κλίμα n. (with hell. ῐ for ει; Schwyzer 523) `inclination, slope, quarter, land', also ἔγκλι-μα etc. (Arist.), with κλιματίας `inclining' (Herakleit., Amm. Marc.), κλιματικός `belonging to the sone' (Vett. Val.). 8. κλῖμαξ, - ακος f. `trep, ladder, climax etc.' (Od.) with κλιμάκιον (IA.), - ίς (Att. inscr., hell.), κλιμακίσκοι πάλαισμα ποιόν H.; κλιμακίζω `use a grip called κλῖμαξ in the fighting', metaph. `bring down' (Att.); κλιμακωτός (Plb.), - ώδης (Str.) `like a trep'; also κλιμακ-τήρ `rug of a ladder' (IA.), `critical point of a mans life' (Varro) with κλιμακτηρικός, - τηρίζω (Gell., Vett. Val.); on the formation of κλῖμαξ (ῑ analog. for ει [*κλεῖ-μα] from κλί̄νω) Rodriguez Adrados Emerita 16, 133ff.; on κλιμακτήρ Chantraine Formation 327f. - 9. κλισμός `arm-chair' (Ion.Il.) with κλισμίον, - άκιον (inscr., Call.), `inclination, slope' (Arist.). - 10. ἀνά-κλιθρον `back of a chair' (Ptol.). - 11. κλίτα στοαί, κλίταν ( καὶ τάν cod.) στοάν H., prop. `leaning'; from there κλισία, Ion. - ίη `pile-dwelling, shed, chapel; arm-chair, resting-bed, tomb' ( Il.), κλίσιον nearly `annex, stoa' (ω 208, Delos IIIa), also `annex, shed, chapel' (Lys., Paus.); often written κλεισίον (inscr.), also κλεισία f. `tavern' (ep.), perh. through adaptation to κλείω `lock' (diff. Schulze Q. 295 A. 3 and Fraenkel KZ 45, 168); from there κλεισιάδες ( θύραι) `doors of the κλ(ε)ισία, of the κλ(ε)ισίον' (Hdt., Ph., D. H., Plu.); details on κλισίη in Frisk Eranos 41, 59ff., Scheller Oxytonierung 61. - 12. ( ἐγ-, ἐκ-)κλιτικός `inflecting etc.' (gramm.); to ( ἔγ-, ἔκ-)κλισις. - From the present: 13. κλίνη `layer, bed, litter' (IA.; cf. Chantraine Formation 192) with κλινίς, - ίδιον, - ίον, - άριον (Com.), κλίνειος `belonging to a κλίνη' (D.), - ήρης `censorius' (Ph., J.); as 2. member in σύγ-κλινος `bedfellow' (Men.). - 14. κλιντήρ, - ῆρος m. `id.' (Od.) with κλιντήριον, - ίδιον, - ίσκος (Ar.), ἀνακλιν-τήρ `neighbour at table' (Ps.-Callisth.); παρακλίν-τωρ `id.' (AP); ἀνά-, ἐπί-κλιν-τρον `back (leaning) etc.' (Erot. in Poll., Ar., inschr. etc.).Origin: IE [Indo-European] [600] *ḱlei- `lean'Etymology: The yot-presens κλί̄νω \< *κλῐ́ν-ι̯ω, which is a Greek innovation, goes back on an older nasal-presens, seen in several languages but in diff. forms: Lat. clīnāre, Germ., e. g. OS hlinōn, OHG hlinēn \> lehnen, Balt., e. g. Latv. slìe-n-u, slìet, EastLith. šli-n-ù, šliñti `lean', Av. sri-nu-, ptc. sri-ta- `lean', prob. also Arm. li-ni-m, aor. ipv. le-r, `become, be'; the basis was athem. *ḱli-n-ā-mi. Beside this there was in Indo-Iranian and Baltic a thematic root-present, e. g. Skt. śrayati = Lith. (old a. dial.) šlejù `lean'. The originally only presentic nasal has in Latin and Germanic conquered the whole inflexion, but in Greek did not reach the perfect ( κέ-κλι-ται: Skt. śi-śri-y-é), partly also the passive aorist. - The Greek nominal derivations are mostly innovations; note, except ( ἄ)-κλιτος = Skt. śri-tá-, Av. sri-ta- `leaning', κλίσις, formally = Lith. šli-tì-s `shove-shed'; κλίτον = Germ. e. g. OHG lit `cover', NHG Augen- lid; beside it with full grade (as in κλει-τύς) e. g. OWNo. hlīð f. `slope'. As in κλίνη the nasal came in OHG hlina `reclinatorium'. - Several nominal formations in Bq s. v., Pok. 600ff., W.-Hofmann s. clīnō.Page in Frisk: 1,874-875Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλῐ1νω
См. также в других словарях:
κλιματικός — ή, ό (Α κλιματικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κλίμα ενός τόπου (α. «κλιματικές ζώνες» οι ζώνες τής γήινης σφαίρας που περιλαμβάνονται μεταξύ δύο παράλληλων προς τον ισημερινό κύκλων β. «κλιματικές περιοχές» τα μέρη τής Γης… … Dictionary of Greek
κλιματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κλίμα κάποιου τόπου: Δεν είναι καλές οι κλιματικές συνθήκες του τόπου αυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Προβηγκία — (Provence). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας και αρχαία επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Σήμερα διαιρείται στους νομούς Μπους ντι Ρον, Βαρ, Άλπεων της Άνω Π., Παραθαλάσσιων Άλπεων και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του … Dictionary of Greek
ξηροθερμικός — ή, ό 1. (βιογεωγρ.) χαρακτηρισμός θερμών και ξηρών σταθμών που βρίσκονται στο μέσον ορισμένων πολύ πιο υγρών περιοχών και περικλείουν χαρακτηριστικά φυτά και ζώα 2. φρ. «ξηροθερμικός δείκτης» (βιογεωγρ.) κλιματικός δείκτης που αναφέρεται στα… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Σανταντέρ — (Santander). Πόλη (192 483 κάτ.) της βόρειας Ισπανίας, στην Παλαιά Καστίλλη, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.321 τ. χλμ.), που περιλάμβανα το κεντρικό τμήμα των Κανταβρικών Ορέων μεταξύ των Βασκικών Επαρχκόν στα Α και των Αστουριών στα Δ.… … Dictionary of Greek
Σεβαστούπολη — (Σεβαστοπόλ ρωσικά). Πόλη (356 000 κάτ.), στη Δημοκρατία της Ουκρανίας, στον ομώνυμο κόλπο, επί της νοτιοδυτικής ακτής της χερσονήσου της Κριμαίας. Η πόλη, που ιδρύθηκε το 16o αι. από τους Τατάρους με το όνομα Αχτιάρ, αναπτύχθηκε ύστερα ως… … Dictionary of Greek