Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κλαυ(σ)τός

См. также в других словарях:

  • πάγκλαυστος — και πάγκλαυτος, ον (Α) 1. (με παθ. σημ.) αυτός που είναι από κάθε άποψη αξιοθρήνητος («παγκλαύτων ἀλγεων», Αισχύλ.) 2. (με ενεργ σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, γεμάτος δάκρυα («ὑπ ὀφρύσι παγκλαύτοις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλαυ(σ)τός… …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»