Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολύκλαυτος

См. также в других словарях:

  • πολύκλαυτος — η, ο / πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ βλ. πολύκλαυστος …   Dictionary of Greek

  • πολύκλαυτος — πολύκλαυστος much lamented masc nom sg πολύκλαυστος much lamented masc/fem nom sg πολύκλαυτος much lamented masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκλαυτος — η, ο αυτός για τον οποίο έκλαψε ή κλαίει πολύ κανείς, πολυθρήνητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύκλαυστος — και πολύκλαυτος, η, ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ 1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος αρχ. 1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.) 2. φρ. α) «πολύκλαυστα… …   Dictionary of Greek

  • πολύκλαυτον — πολύκλαυστος much lamented masc acc sg πολύκλαυστος much lamented neut nom/voc/acc sg πολύκλαυστος much lamented masc/fem acc sg πολύκλαυστος much lamented neut nom/voc/acc sg πολύκλαυτος much lamented masc/fem acc sg πολύκλαυτος much lamented… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερίκλαυστος — ἐρίκλαυστος, ον και ἐρίκλαυτος, ον (Α) 1. αυτός που κλαίει πολύ 2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητος («ἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)] …   Dictionary of Greek

  • πολυθρήνητος — η, ο αυτός που τον θρήνησαν ή τον θρηνούν πολύ, ο πολύκλαυτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυκλαύτοιο — πολύκλαυστος much lamented masc/neut gen sg (epic) πολύκλαυστος much lamented masc/fem/neut gen sg (epic) πολύκλαυτος much lamented masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκλαύτοισι — πολύκλαυστος much lamented masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πολύκλαυστος much lamented masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) πολύκλαυτος much lamented masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκλαύτου — πολύκλαυστος much lamented masc/neut gen sg πολύκλαυστος much lamented masc/fem/neut gen sg πολύκλαυτος much lamented masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκλαύτους — πολύκλαυστος much lamented masc acc pl πολύκλαυστος much lamented masc/fem acc pl πολύκλαυτος much lamented masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»