Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλαδευτής

См. также в других словарях:

  • κλαδευτής — ο, θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα (Α κλαδευτής) [κλαδεύω] αυτός που κλαδεύει δέντρα, θάμνους και αμπέλια …   Dictionary of Greek

  • κλαδευτής — ο θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα ο ειδικός στο να κλαδεύει τα δέντρα: Πρέπει να πάρετε κλαδευτή για τα δέντρα σας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπελοκλαδευτής — ο αυτός που κλαδεύει αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κλαδευτής] …   Dictionary of Greek

  • κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… …   Dictionary of Greek

  • άγιοι — Ο όρος, με χριστιανική σημασία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει τα μέλη της εκκλησίας, τους χριστιανούς. Από τον 2o αι. και ύστερα η εκκλησία ονομάζει α. μόνο τους μάρτυρες (εκείνους που ομολόγησαν τη χριστιανική τους πίστη με μαρτυρικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»