Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλαδεία

См. также в других словарях:

  • κλαδεία — κλαδείᾱ , κλαδεία pruning fem nom/voc/acc dual κλαδείᾱ , κλαδεία pruning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδείᾳ — κλαδείᾱͅ , κλαδεία pruning fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεία — κλαδεία, ἡ (Μ) [κλαδεύω] η κλάδευση …   Dictionary of Greek

  • κλαδείας — κλαδείᾱς , κλαδεία pruning fem acc pl κλαδείᾱς , κλαδεία pruning fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδείαν — κλαδείᾱν , κλαδεία pruning fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»