-
21 μεγαλοκλεής
μεγᾰλο-κλεής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοκλεής
-
22 Πάτροκλος
Πάτροκλος, ὁ, Patroclus, Hom., who has also obl. cases from Πατροκλῆς ([etym.] - κλέης), viz. gen. Πατροκλῆος, acc. Πατροκλῆα, voc. Πατρόκλεες: gen. pl.A : nom. [full] Πατροκλῆς, Theoc. 15.140 : [full] Πατρόκλεια, ἡ, name of the sixteenth book of the Iliad, Ael. VH13.14, Eust. 1041.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πάτροκλος
-
23 πολυκλεής
πολῠ-κλεής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκλεής
-
24 φερεκλεής
φερε-κλεής, ές,A renowned, prob. in Euph.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερεκλεής
-
25 ἀγα
ἀγα-, intensive prefix,A very, as ἀγα-κλεής, etc., cf. ἄγαν. (Prob. for m?ἀγαXga, reduced form of μέγα.) -
26 ἀγακλεής
ἀγα-κλεής, ές, voc.A- κλεές Il.17.716
, al.: [dialect] Ep. gen.ἀγακλῆος Il.16.738
, nom. pl.ἀγακληεῖς Man.3.324
: shortened acc. sing.ἀγακλέᾰ Pi.P.9.106
, I.1.34; dat.ἀγακλέϊ APl.5.377
; acc. pl.ἀγακλέᾰς Antim. Eleg.2
:—very glorious, famous, in Il. always of men, as 16.738, 23.529; later of places and things, ναός, Δᾶλος, B.15.12, Pi.Pae.4.12; παιάν ib.5.48.—[dialect] Ep. and Lyr. word (not in Od.), exc. in Adv. ἀγακλεῶς, Hp.Praec.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγακλεής
-
27 ἰσοκλεής
ἰσο-κλεής, ές,A equal in glory, Hsch., Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοκλεής
-
28 ἀγακλεής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγακλεής
-
29 ἀκλεής
ἀ-κλεής, ές, ἀκληής, ἀκλειής ( κλέος), acc. sing. ἀκλεᾶ or ἀκλέᾶ, nom. pl. ἀκληεῖς: inglorious, adv. ἀκλεὲς αὔτως, ‘all so ingloriously,’ Il. 7.100.—Adv. ἀκλειῶς.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀκλεής
-
30 δυςκλέης
δυς-κλέης ( κλέος), acc. δυσκλέα: inglorious, Il. 2.115 and Il. 9.22.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δυςκλέης
-
31 εὐκλεής
εὐ-κλεής, ές, εὐκλειής ( κλέος), acc. pl. εὐκλεῖας: glorious, renowned, Il. 10.281, Od. 21.331.—Adv., εὐκλεῶς, εὐκλειῶς, gloriously, Il. 22.110.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὐκλεής
-
32 ἀγακλεής
ἀγα-κλεής, sehr berühmt (stets von Menschen); dessen Ruhm vorzüglich ist, ruhmreich, hochgepriesen -
33 ἀκλεής
ἀ-κλεής, ohne Nachricht (ohne daß man Nachricht von ihm hätte); ruhmlos; der schimpfliche Tod -
34 δυςκλεής
δυς-κλεής, ές, übel berühmt -
35 ἐπικλεής
ἐπι-κλεής, ές, berühmt; nach etwas benannt, oder durch etwas bekannt -
36 εὐκλεής
εὐ-κλεής, ές, guten Ruf habend, berühmt; οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεές, es ist nicht rühmlich für uns. Adv. εὐκλεῶς, ruhmvoll -
37 ἰσοκλεής
ἰσο-κλεής, ές, an Ruhm gleich -
38 κακοκλεής
κακο-κλεής, ές, von schlechtem Rufe -
39 μεγακλεής
μεγα-κλεής, ές, hochberühmt -
40 πανευκλεής
παν-ευ-κλεής, ές, sehr berühmt
См. также в других словарях:
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… … Dictionary of Greek
θεοκλεής — θεοκλεής, ές (Μ) αυτός που δοξάστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλεής (< κλέος), πρβλ. ευ κλεής, φερε κλεής] … Dictionary of Greek
ισοκλεής — ἰσοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος. επίρρ... ἰσοκλεῶς (Μ) με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
κακοκλεής — κακοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. ισο κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
μεγακλεής — μεγακλεής, ές (ΑM) αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κλεής (< κλέος), πρβλ. αγα κλεής, δυσ κλεής] … Dictionary of Greek
φερεκλεής — ές, Α ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κλεής (< κλέος), πρβλ. εὐ κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
μεγαλοκλεής — μεγαλοκλεής, ές (Α) ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσ κλεής] … Dictionary of Greek
ομοιοκλεής — ὁμοιοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει όμοια δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
περικλεής — ές, ΝΑ τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι κλεής] … Dictionary of Greek
πολυκλεής — ές, και ποιητ. τ. πολυκλήεις, εσσα, εν, Α περίφημος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλεής (< κλέος, τό «φήμη»), πρβλ. μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek