-
1 περι-κλεής
περι-κλεής, ές, rings berühmt, Ep. ad. 513 (VII, 119).
-
2 παν-ευ-κλεής
παν-ευ-κλεής, ές, sehr berühmt, Sp.
-
3 πολυ-κλεής
πολυ-κλεής, ές, viel od. sehr berühmt, Man. 4, 43.
-
4 κακο-κλεής
κακο-κλεής, ές, von schlechtem Rufe, αἶσχος, Tryph. 125.
-
5 εὐ-κλεής
εὐ-κλεής, ές, guten Ruf habend, berühmt; οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεές, es ist nicht rühmlich für uns, Il. 17, 415; über die Formen ἐϋκλεῖας, 10, 281 Od. 21, 331, εὐκληεῖς, Il. 12, 318, vgl. Spitzner Exc. XXII zur Il. Oft bei Pind., von Personen u. Sachen, εὐκλέα νᾶσον N. 5, 15, εὐκλεῖα οὖρον 6, 30, ἔργα, ὀϊστοί, I. 3, 7 Ol. 2, 99; Tragg., ϑρόνον εὐκλέᾰ (für εὐκλεᾶ) ϑάσσει Soph. O. R. 161; εἰκλεέστατον βίον Eur. Alc. 623; ἀγαϑοὺς καὶ εὐκλεεῖς Plat. Menex. 247 d; δόξης εὐκλεοῦς Conv. 208 d; sonst nicht häufig in Prosa. – Adv. εὐκλεῶς, ruhmvoll, κατϑανεῖν Aesch. Ag. 1276; Pers. 320; Eur. öfter; τελευτῆσαι Xen. An. 6, 3, 17; Sp. – Ep. ἐϋκλειῶς, Il. 22, 110; Adrian. ep. 1 (VI, 332).
-
6 δυς-κλεής
δυς-κλεής, ές, übel berühmt; Hom. zweimal, Iliad. 2, 115. 9, 22 καί με κελεύει δυσκλέα Ἄργος ἱκέσϑαι, ἐπεὶ πολὺν ὤλεσα λαόν, s. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 115 u. Scholl. Aristonic. Iliad. 2, 115. 10, 281. Vgl ἀκλεής, ἀγακλεής, εὐκλεής. – Folgende: μόρος Aesch. Pers. 444; πατήρ Soph. Ant. 50; ὄνομα Eur. Hel. 66. Auch in Prosa, Xen. Oyr. 3, 3, 53. – Adv., δυςκλεῶς, Tragg. u. Plut.
-
7 μεγα-κλεής
μεγα-κλεής, ές, hochberühmt, μεγακλέα δήνεα, Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. εὐκλεής.
-
8 ἀγα-κλεής
ἀγα-κλεής, ές (ἄγαν κλέος), sehr berühmt, Hom. stets von Menschen, nur in der Il., 16, 738 u. 23, 529 gen. ἀγακλῆος, 17, 716 u. 21, 373 voc. ἀγακλεές; – acc. - έᾰ κούραν Pind. P. s, 166; αἶσαν I. 1, 34; ἀγακλέας ὀργεῶνας Antimach. frg. 36; ἀγακλέϊ νίκῃ Athl. stat. 56 ( Plan. 377); Maneth. ἀγακληεῖς, nom. pl.
-
9 ἀ-κλεής
ἀ-κλεής, ές, ohne κλέος; Hom. dreimal, Od. 4, 728 νῠν αὖ παῖδ' ἀγαπητὸνἀνηρείψαντο ϑύελλαι ἀκλέα ἐκ μεγάρων, οὐδ' ὁρμηϑέντος ἄκουσα, ohne daß man Nachricht von ihm hätte; Iliad. 7, 100 ἀλλ' ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισϑε, ἥμενοι αὖϑι ἕκαστοι ἀκήριοι, ἀκλεὲς αὔτως, ruhmlos; 12, 318 οὐ μὰν ἀκληεῖς Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν ἡμέτεροι βασιλῆες, vgl. Scholl. Didym.; – Nic. Al. 114; Qu. Sm. 3, 363; Call. Del. 295; – Plat. Legg. IX, 854 e ἀκλεὴς γενόμενος, ruhmlos; – Lys. 13, 45 ἀκλεέστατος ϑάνατος, der schimpflichste Tod; – Advb. bei Hom. dreimal, Iliad. 22, 304 μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην, ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι; Od. 1, 241. 14, 371 ἠδέ κε καὶ ᾡ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ' ὀπίσσω. νῠν δέ μινἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο· (οἴχετ' ἄιστος ἄπ υστος); – Her. 5, 74.
-
10 ἐπι-κλεής
-
11 ἰσο-κλεής
ἰσο-κλεής, ές, an Ruhm gleich, Sp.
-
12 ἀγακλεής
ἀγα-κλεής, sehr berühmt (stets von Menschen); dessen Ruhm vorzüglich ist, ruhmreich, hochgepriesen -
13 ἀκλεής
ἀ-κλεής, ohne Nachricht (ohne daß man Nachricht von ihm hätte); ruhmlos; der schimpfliche Tod -
14 δυςκλεής
δυς-κλεής, ές, übel berühmt -
15 ἐπικλεής
ἐπι-κλεής, ές, berühmt; nach etwas benannt, oder durch etwas bekannt -
16 εὐκλεής
εὐ-κλεής, ές, guten Ruf habend, berühmt; οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεές, es ist nicht rühmlich für uns. Adv. εὐκλεῶς, ruhmvoll -
17 ἰσοκλεής
ἰσο-κλεής, ές, an Ruhm gleich -
18 κακοκλεής
κακο-κλεής, ές, von schlechtem Rufe -
19 μεγακλεής
μεγα-κλεής, ές, hochberühmt -
20 πανευκλεής
παν-ευ-κλεής, ές, sehr berühmt
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… … Dictionary of Greek
θεοκλεής — θεοκλεής, ές (Μ) αυτός που δοξάστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλεής (< κλέος), πρβλ. ευ κλεής, φερε κλεής] … Dictionary of Greek
ισοκλεής — ἰσοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος. επίρρ... ἰσοκλεῶς (Μ) με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
κακοκλεής — κακοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. ισο κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
μεγακλεής — μεγακλεής, ές (ΑM) αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κλεής (< κλέος), πρβλ. αγα κλεής, δυσ κλεής] … Dictionary of Greek
φερεκλεής — ές, Α ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κλεής (< κλέος), πρβλ. εὐ κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
μεγαλοκλεής — μεγαλοκλεής, ές (Α) ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσ κλεής] … Dictionary of Greek
ομοιοκλεής — ὁμοιοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει όμοια δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
περικλεής — ές, ΝΑ τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι κλεής] … Dictionary of Greek
πολυκλεής — ές, και ποιητ. τ. πολυκλήεις, εσσα, εν, Α περίφημος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλεής (< κλέος, τό «φήμη»), πρβλ. μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek