-
1 κλάδος
κλάδος, ὁ, eigtl. ein junger Trieb od. Schößling, den man abbricht (κλάω, vgl. aber κραδαίνω). um ihn auf einen andern Baum zu pfropfen. nach Theophr. der jährige Trieb an den Baumästen; übh. Zweig; ἐλαίας Aesch. Eum. 43, öfter; auch von den Zweigen, welche die Schutzflehenden in den Händen hielten, Suppl. 22. 150 u. öfter, wie ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι Soph. O. R. 3, vgl. 143; δάφνης κλάδοι Eur. Ion 80; einzeln in Prosa. – Der dat. sing. wurde oft (wie von κλάς, κλαδός) κλαδί gebildet; Ar. Lys. 632; Scol. 7 bei Ath. XV, 695 b; Ael. H. A. 4, 38 τῇ κλαδί, von Schneider in τῷ κλαδί geändert; den accus. κλάδα erwähnt Hesych.; κλάδας Nic. bei Ath. XV, 684 a. – Auch von τὸ κλάδος kommt der dat. plur. κλάδεσι vor, Ar. Av. 239. u. κλαδέεσσι, Nic. bei Ath. XV, 683 c.
-
2 κλάδος
κλάδος, ὁ, eigtl. ein junger Trieb od. Schößling, den man abbricht, um ihn auf einen andern Baum zu pfropfen; der jährige Trieb an den Baumästen; übh. Zweig; auch von den Zweigen, welche die Schutzflehenden in den Händen hielten -
3 πεντά-κλαδος
πεντά-κλαδος, fünfzweigig, E. M
-
4 πολύ-κλαδος
πολύ-κλαδος, vielästig, Theophr.
-
5 κατά-κλαδος
κατά-κλαδος, mit Zweigen versehen, Hesych.
-
6 εὔ-κλαδος
-
7 μικρό-κλαδος
μικρό-κλαδος, kleinzweigig, Schol. Nic. Ther. 630 nach Schneiders Conj.
-
8 αὐτό-κλαδος
αὐτό-κλαδος, sammt den Zweigen, Luc. V. H. 1, 40.
-
9 ὀλιγό-κλαδος
ὀλιγό-κλαδος, mit wenigen Zweigen, Theophr.
-
10 ἐλαιό-κλαδος
ἐλαιό-κλαδος, ὁ, Oelzweig, Sp.
-
11 φιτρός
-
12 κυκλόω
κυκλόω, 1) in einen Kreis bringen, zum Kreise machen; τόξα, den Bogen krümmen beim Spannen, Mel. 79 (XII, 82); κυκλοῠτο δ' ὁ κλάδος ὥςτε τόξον Eur. Bacch. 1064; auch τάφρος περὶ τὸ πεδίον κυκλωϑεῖσα, ringsum gezogen, Plat. Critia. 118 d; – in einen Kreis einschließen, umschließen; Φρυγῶν πόλιν λαΐνους περὶ πύργους κυκλώσας Ἄρει φονίῳ Eur. I. A. 775; umzingeln, τοὺς πολεμίους Pol. 1, 17, 13, öfter, u. Sp. – Häufiger im pass., umzingelt werden; ἕως κυκλοῠται ὑπ' αὐτῶν Thuc. 7, 81; Plut. Pomp. 18 u. a. Sp.; ὡς κυκλωσομένους, pass., D. Hal. 3, 24; – von Belagerungen, στένει πόλισμα γῆϑεν ὡς κυκλούμενον Aesch. Spt. 229. – Med. sich rings umher aufstellen, umzingeln; πόλισμα Κάδμου κυκλοῦνται Aesch. Sept. 114; Pers. 450; κυκλωσάμενος τοὺς χιλίους Her. 3, 157; κυκλοῦσϑαι αὐτοὺς ἐς μέσον, in die Mitte nehmen, 8, 10; Thuc. 7, 81 u. Folgde; sich im Kreise zusammenstellen, Xen. Cyr. 6, 2, 12. – 2) im Kreise bewegen; κυκλώσω δαλὸν ἐν φαεςφόρῳ Κύκλωπος ὄψει Eur. Cycl. 462; πόδα Or. 824; Sp., wie Pol. 11, 29, 10; – im pass., δίναις κυκλούμενον κέαρ, Aesch. Ag. 969, vom Strudel fortgerissen; – med. sich im Kreise bewegen, von Tanzenden, περὶ βωμὸν κυκλώσασϑαι Callim. Dian. 267. – Adj. verb. κυκλωτός, gerundet, rund, σάκος Aesch. Spt. 522.
-
13 κατα-στέφω
κατα-στέφω, umkränzen; ῥόδοις κάρηνα Anacr. 7, 8; zu heiligem Gebrauch mit Etwas umhüllen, bedecken, κλάδος τῆς ἱερᾶς ἐλαίας ἐρίῳ λευκῷ κατεστεμμένος Plut. Thes. 18; so βωμόν Eur. Heracl. 125, mit Oelzweigen; auch πλόκαμον χερνίβων παγαῖς, I. A. 1478; τινὰ χεροῖν Heracl. 227; νεκρόν, mit Todtenopfern ehren, Phoen. 1626.
-
14 κατά-καρπος
κατά-καρπος, mit Früchten versehen, fruchtreich; ἀμπέλου κλάδος Aristodem. bei Ath. XI, 495 f; Sp.
-
15 κλαδί
-
16 κλαδών
-
17 κλάδα
-
18 κλάδιον
-
19 κλών
κλών, ωνός, ὁ, = κλάδος, junger Schoß, Schößling, Zweig, Theophr.; κλῶνα μυρσίνης Eur. El. 324; δαφνηφόρους κλῶνας Ion 423; νέος Plat. Prot. 334 b; Pfropfreis, Xen. Cyn. 10, 7; ἀπηόριοι Antiphil. 12 (IX, 71).
-
20 κλῆμα
κλῆμα, τό (κλάω), wie κλάδος u. κλών, Schößling, junger Zweig, den man abbricht, um ihn auf einen andern Stamm zu propfen, Propfreis, Xen. Oec. 19, 8; bes. vom Weinstocke, eine Weinrebe, -ranke, ἀμπέλου Plat. Rep. I, 353 a; Ar. Eccl. 1031 u. A.; auch übertr., ἀμπελουργοῦσί τινες τὴν πόλιν, ἀνατετμήκασί τινες τὰ κλήματα τὰ τοῦ δήμου Aesch. 3, 166, als Wort des Dem. angeführt. – Bei den Römern die Weinrebe, welche die Centurionen als Stock tragen, Plut. Galb. 26, u. öfter übh. Ruthe, Reiser.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλαδός — κλάδος branch neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — branch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κλάδος — ο 1.βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλωνάρι, κλαδί: Μη σπάτε τους κλάδους του δέντρου. 2. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός όλου: Η Γεωμετρία είναι κλάδος των Μαθηματικών. 3. κλάδεμα αμπελιού: Το αμπέλι θέλει κλάδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Γαληνός — (18ος 19ος αι.). Γιατρός από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ιταλία επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε την ιατρική για πενήντα χρόνια. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Έγραψε το επιστημονικό… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Μαρίνος — Γιατρός και αγωνιστής του 1821. Αρχικά έζησε στη Χίο και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης επέστρεψε στην Ελλάδα όπου διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την απελευθέρωση μετέβη και πάλι στη … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
υδροβιολογία — Κλάδος της βιολογίας, που ασχολείται ειδικά με τους ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς που ζουν μέσα στο νερό, είτε θαλασσινό, είτε γλυκό. Η υ. ερευνά επίσης και την επίδραση που έχει το νερό πάνω στους οργανισμούς αυτούς. Στη μελέτη της υ.… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
ανθρωπογεωγραφία — Κλάδος της γεωγραφίας που ασχολείται με τη μελέτη της Γης ως κατοικίας του ανθρώπου και του ίδιου του ανθρώπου σε σχέση με το περιβάλλον του. Αυτό σημαίνει ότι την α. απασχολούν: α) η γεωγραφική κατανομή των ανθρώπινων ομάδων στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek