-
1 κλαδος
ὅ [κλάω II]1) (преимущ. сорванная, отломанная) ветвь, побег(ἐλαίας Aesch.; δάφνης Eur.)
ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι Soph. — увенчанные просительными ветвями, т.е. держа обвитые белой шерстью ветви ( в знак просьбы о заступничестве);εἰ ἥ ῥίζα ἁγία, καὴ οἱ κλάδοι погов. NT. — если свят корень, то (святы) и ветви2) перен. рука(δύο κλάδοι Emped.)
-
2 κλάδος
ὁ κλάδος ветвь -
3 κλάδος
{сущ., 11}ветвь, побег.Ссылки: Мф. 13:32; 21:8; 24:32; Мк. 4:32; 13:28; Лк. 13:19; Рим. 11:16-19, 21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κλάδος
-
4 κλάδος
{сущ., 11}ветвь, побег.Ссылки: Мф. 13:32; 21:8; 24:32; Мк. 4:32; 13:28; Лк. 13:19; Рим. 11:16-19, 21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κλάδος
-
5 κλάδος
ο1) ветка, ветвь (дерева); 2) перен. ответвление; ветка (дороги); рукав (реки); отрог (горы); 3) перен. ветвь, отрасль (знаний и т. п.); 4) отделение, факультет; 5) подрезка (виноградника, оливы); сезон подрезки -
6 κλάδος
ветвь, побег.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κλάδος
-
7 κλάδος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κλάδος
-
8 κλαδα
-
9 κλαδι
-
10 κλας
-
11 αναστεφω
1) увенчивать, венчать(τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.)
2) увивать, обвивать(τὰς θύρας δάφνη Plut.)
κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. — масличная ветвь, перевитая шерстью -
12 αυτοκλαδος
-
13 ευφυης
21) разросшийся(κλάδος Eur.)
2) высокий(πτελέη Hom.)
3) хорошо развитой, мощный(μηροί Hom.)
4) цветущий, полный или красивый(πρόσωπον Eur.)
5) стройный, изящный(χορείας βάσις Arph.)
6) (тж. τῇ φύσει εὐ. Arst.) одаренный от природы хорошими качествами, хорошей породы(ἵπποι Xen.; κύνες Arst.)
7) одаренный, способный, даровитый(ποιητής Plut.; πρός τι Plat., Isocr., Plut., εἴς τι Plat. и ποιεῖν τι Aeschin.)
οἱ ευφυεῖς τὰ σώματα καὴ τὰς ψυχάς Plat. — одаренные в физическом и духовном отношениях8) благоприятный, удобный, пригодный(καιρὸς εὐ. πρός τι Arst., Polyb.; τόπος εὐ. παρατάξαι φάλαγγα Plut.)
-
14 καταστεφω
1) увенчивать, обвивать гирляндами(ῥόδοις κάρηνα Anacr.; ἔλαφον Plut.)
2) ( в знак мольбы) украшать масличными ветвями (перевитыми белой шерстью)(βωμόν Eur.)
κλάδος τῆς ἱερᾶς ἐλαίας ἐρίῳ λευκῷ κατεστεμμένος Plut. — ветвь священной маслины, увитая белой шерстью3) умолять, молить о защите(τινὰ χεροῖν Eur.)
4) украшать цветами, обряжать(νεκρόν Eur.)
-
15 ληνος
I.дор. λᾱνός ἥ1) виноградное точило Theocr., Diod., NT.2) водопойное корыто HH.3) квашня Men.II.- εος τό шерсть(κλάδος λήνει ἐστεμμένος Aesch.)
-
16 σμυρναιος
-
17 στρεβλος
-
18 υψιγεννητος
-
19 ελαία
η олива, оливка, маслина (плод и дерево);κλάδος ελαίας — оливковая ветвь (символ мира)
-
20 κλάδο
το см. κλάδος 5
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλαδός — κλάδος branch neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — branch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κλάδος — ο 1.βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλωνάρι, κλαδί: Μη σπάτε τους κλάδους του δέντρου. 2. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός όλου: Η Γεωμετρία είναι κλάδος των Μαθηματικών. 3. κλάδεμα αμπελιού: Το αμπέλι θέλει κλάδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Γαληνός — (18ος 19ος αι.). Γιατρός από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ιταλία επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε την ιατρική για πενήντα χρόνια. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Έγραψε το επιστημονικό… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Μαρίνος — Γιατρός και αγωνιστής του 1821. Αρχικά έζησε στη Χίο και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης επέστρεψε στην Ελλάδα όπου διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την απελευθέρωση μετέβη και πάλι στη … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
υδροβιολογία — Κλάδος της βιολογίας, που ασχολείται ειδικά με τους ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς που ζουν μέσα στο νερό, είτε θαλασσινό, είτε γλυκό. Η υ. ερευνά επίσης και την επίδραση που έχει το νερό πάνω στους οργανισμούς αυτούς. Στη μελέτη της υ.… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
ανθρωπογεωγραφία — Κλάδος της γεωγραφίας που ασχολείται με τη μελέτη της Γης ως κατοικίας του ανθρώπου και του ίδιου του ανθρώπου σε σχέση με το περιβάλλον του. Αυτό σημαίνει ότι την α. απασχολούν: α) η γεωγραφική κατανομή των ανθρώπινων ομάδων στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek