-
1 φιτρός
См. также в других словарях:
φιτρός — ὁ, Α 1. κορμός δέντρου 2. (στον Όμ.) κομμάτι ξύλου 3. δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φι τρός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhei /*bhī «χτυπώ» (πρβλ. αρμ. bir «κοντό και στρογγυλό ξύλο, κούτσουρο, ρόπαλο», καθώς και το… … Dictionary of Greek
κεφαλήσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει στην κεφαλή 2. αυτός που έχει σχήμα κεφαλής («κεφαλήσιο τύρι» το κεφαλοτύρι). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιθετ. κατάλ. ήσιος (πρβλ. καρυδ ήσιος, φιδ ήσιος)] … Dictionary of Greek
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek