Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κεἴ

См. также в других словарях:

  • κει — (Α κεῑ) επίρρ. βλ. εκεί …   Dictionary of Greek

  • κεῖ — κέω to lie down pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κέω to lie down pres imperat act 2nd sg (attic epic) κέω to lie down pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) κέω to lie down imperf ind act 3rd sg (attic epic) κεῖ indeclform… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεἰ — εἰ , εἰ proclitic indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεἴ — εἴ , εἰ proclitic indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέι, Άντριαν — (Adriaen Thomasz Key, Αμβέρσα 1544; – 1590;). Φλαμανδός ζωγράφος. Φιλοτέχνησε κυρίως πορτρέτα με εκλεπτυσμένη τεχνοτροπία, ενώ επηρεάστηκε από τον Α. Μόρο. Στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται Ο ιππότης Ιωάννης του Μορνιόλ (Μουσείο Μάγιερ… …   Dictionary of Greek

  • Κέι, Έλεν Καρολίνα Σοφία — (Ellen Karoline Sofia Key, Γκλαντκάμαρ 1849 – Λίμνη Βατάρ 1926). Σουηδή συγγραφέας. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά, τα λογοτεχνικά και τα πολιτικά ζητήματα, για τα οποία μάλιστα έδωσε διαλέξεις στην… …   Dictionary of Greek

  • μάκει — μά̱κει , μᾶκος neut nom/voc/acc dual (attic epic) μά̱κεϊ , μᾶκος neut dat sg (epic ionic) μά̱κει , μᾶκος neut dat sg μά̱κει , μῆκος length neut nom/voc/acc dual (attic epic doric) μά̱κεϊ , μῆκος length neut dat sg (epic doric ionic) μά̱κει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκεί — και κει (AM ἐκεῑ) επίρρ. 1. σ εκείνη τη θέση, σ εκείνο το μέρος 2. προς εκείνη την κατεύθυνση 3. χρον. τότε 4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ. β. «τράβηξε προς τα κει») 5. με… …   Dictionary of Greek

  • όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… …   Dictionary of Greek

  • κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • Τάιπφερ, Pούντολφ — (Tφpffer, 1799 – 1846). Ελβετός ζωγράφος και συγγραφέας. Από τα νεανικά του χρόνια αφιερώθηκε στη ζωγραφική, αλλά αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει εξαιτίας μιας πάθησης των ματιών του και ακολούθησε το επάγγελμα του δασκάλου. Διετέλεσε για χρόνια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»