Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κερχνωτός

См. также в других словарях:

  • κερχνωτός — κερχνωτός, ή, όν (Α) [κέρχνος (II)] (κατά τον Ησύχ.) «τὰ κερχνωτά σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῡ χείλους, ποικίλα» …   Dictionary of Greek

  • κερχνωτά — κερχνωτός roughened neut nom/voc/acc pl κερχνωτά̱ , κερχνωτός roughened fem nom/voc/acc dual κερχνωτά̱ , κερχνωτός roughened fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχνωτοί — κερχνωτός roughened masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»