-
1 κατακερχνούται
-
2 κατακερχνοῦται
-
3 κέρχνος
κέρχν-ος (A), ὁ,A = κέγχρος, Hsch.s.v. κατακερχνοῦται, cf. Anaxandr. 41.27, Gal.18(1).574.------------------------------------κέρχν-ος (B), ὁ,2 of the throat, roughness, hoarseness, Hp. Epid.7.27.b of sound, harsh croaking, S.Ichn.128.------------------------------------κέρχν-ος (C), ον,A rough, hoarse:τὸ κ. Gal.19.111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέρχνος
-
4 κερχνόω
A s.v. κατακερχνοῦται.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερχνόω
-
5 κερχνωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερχνωτός
См. также в других словарях:
κατακερχνοῦται — κατακερχνόομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)