Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄκερχνος

См. также в других словарях:

  • άκερχνος — ἄκερχνος, ον (Α) [κέρχνος] 1. αυτός που δεν έχει βραχνάδα 2. αυτός που θεραπεύει τη βραχνάδα …   Dictionary of Greek

  • ἄκερχνος — without hoarseness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκερχνον — ἄκερχνος without hoarseness masc/fem acc sg ἄκερχνος without hoarseness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»