-
1 κεραοξόος
κεραοξόοςpolishing horn: masc /fem nom sg -
2 κεραοξόος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραοξόος
-
3 κεραοξόος
κεραο-ξόος (κέρας, ξέω): horn-polishing, worker in horn, τέκτων, Il. 4.110†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κεραοξόος
-
4 κεραοξόον
κεραοξόοςpolishing horn: masc /fem acc sgκεραοξόοςpolishing horn: neut nom /voc /acc sg -
5 κερατοξόος
κερᾰτοξόος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατοξόος
-
6 κερατοποιός
κερᾱτο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατοποιός
-
7 κερατουργός
κερᾱτουργός, όν,A = κεραοξόος, Sch.D Il.4.110, EM505.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατουργός
-
8 τέκτων
A worker in wood, carpenter, joiner,τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν Il.6.315
, cf. Sapph.91;τέκτονος υἱόν, Ἁρμονίδεω.. ὂς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας Il.5.59
; νηῶν, δούρων τ., Od.9.126, 17.384, cf. 19.56, 21.43; [πίτυν] οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον πελέκεσσι Il.13.390
;τ., ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης 15.411
;τ. γὰρ ὢν ἔπρασσες οὐ ξυλουργικά E.Fr. 988
, cf. A.Fr. 357, S.Fr. 474, X.Mem.1.2.37: it is freq. opp. to a smith ([etym.] χαλκεύς), Pl.Prt. 319d, R. 370d, X.HG3.4.17; to a mason ([etym.] λιθολόγος), Th.6.44, cf. Ar.Av. 1154: freq. in Inscrr., IG12.373.245, etc., and Papyri, PCair.Zen.27.3 (iii B.C.), etc.:—but also,2 generally, any craftsman or workman, κεραοξόος τ. a worker in horn, Il.4.110, cf. S.Tr. 768; rarely of metal-workers, h.Ven.12;τ. Δίου πυρὸς Κύκλωπας E.Alc.5
; sculptor, statuary, ib. 348.3 master in any art, as in gymnastics, Pi.N.5.49; of poets, τέκτονες σοφοὶ (sc. ἐπέων) Id.P.3.113;τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων Cratin.70
(ap.Ar.Eq. 530); τέκτονες κώμων, i.e. the χορευταί, Pi.N. 3.4; τ. νωδυνίας, i.e. a physician, Id.P.3.6; δεξιᾶς χερὸς ἔργον, δικαίας τέκτονος a true workman, A.Ag. 1406.4 metaph., maker, author, νεικέων ib. 152 (lyr.); ; γένους the author of a race, A.Supp. 594 (lyr.), cf. 283; ψευδῶν τ. Heraclit.28;ὁ γὰρ χρόνος μ' ἔκαμψε, τ. μὲν σοφός Crates Com.39
. (Cf. Skt. ták[snull ]an- 'carpenter', ták[snull ]ati, tā[snull ][tnull ]i 'form by cutting, plane, chisel, chop', Lett. test, tēst 'hew, plane', etc.: cf. τέχνη.)
См. также в других словарях:
κεραοξόος — κεραοξόος, ον (Α) 1. αυτός που ξύνει και κατεργάζεται κέρατα 2. αυτός που κατασκευάζει τόξα από κέρατα («τὰ μὲν ἀσκήσας κεροοξόος ἤραρε τέκτων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραός + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λα ξόος, λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
κεραοξόος — polishing horn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραοξόον — κεραοξόος polishing horn masc/fem acc sg κεραοξόος polishing horn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κερατοξόος — κερατοξόος, ον (Α) κεραοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λαο ξόος, λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
κερατοποιός — κερατοποιός, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) κεραοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κερατουργός — κερατουργός, όν (Α) κεραοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + ουργός] … Dictionary of Greek
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek