Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κεντ-έω

См. также в других словарях:

  • Κεντ — (Kent). Κομητεία (3.543 τ. χλμ., 1.329.653 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, με πρωτεύουσα την πόλη Μέιντστοουν (Maidstone, 138.948 κάτ.). Στα Β βρέχεται από τον ποταμόκολπο του Τάμεση (Βόρεια θάλασσα), στα Ν από τη Μάγχη, στα Α από το… …   Dictionary of Greek

  • Κεντ, Γουίλιαμ — (William Κent, Γιορκσάιρ 1685 – Λονδίνο 1748). Άγγλος ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Σπούδασε στη Ρώμη κοντά στον μπαρόκ ζωγράφο και διακοσμητή Μπενεντέτο Λούτι και το 1719 επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο κόμης του Μπέρλινγκτον τον βοήθησε και τον… …   Dictionary of Greek

  • Κεντ, σπήλαιο του- — Ασβεστολιθικό σπήλαιο κοντά στο Τόρμπεϊ, στο Ντέβον της Μεγάλης Βρετανίας, ονομαστό για τα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν εκεί κατά τις διάφορες ανασκαφές (1825, 1840, 1865 80, 1926). Ανάμεσα στα αρχαιολογικά ευρήματα περιλαμβάνονται όπλα, εργαλεία… …   Dictionary of Greek

  • Κέιν, Ελάισα Κεντ — (Elisha Kent Kane, 1820 – 1857). Αμερικανός εξερευνητής. Συμμετείχε στην εκστρατεία του Μεξικού και το 1850 52 συνόδευσε τον Γκρίνελ ως γιατρός στα ταξίδια του στους πόλους. Το 1853 πραγματοποίησε μια εξερευνητική αποστολή στη Γροιλανδία, την… …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • Αγγλοσάξονες — Φυλή αποτελούμενη από τους Άγγλους, τους Σάξονες και τους Γιούτους. Προερχόμενοι από τη βόρεια Γερμανία, εγκαταστάθηκαν με συνεχείς μεταναστεύσεις τον 5o και 6o αι. μ.Χ. στη Βρετανία και έδωσαν τη σφραγίδα τους στην αγγλική γλώσσα και φιλολογία… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Καντέρμπουρι — (Canterbury). Πόλη (40.500 κάτ. το 2003) του Ηνωμένου Βασιλείου στην κομητεία του Κεντ (νοτιοανατολική Αγγλία). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού Γκρέιτ Στουρ, περίπου 90 χλμ. Α του Λονδίνου. Αρχικά, στην περιοχή υπήρχε οικισμός των Κελτών·… …   Dictionary of Greek

  • Πίτ — (Pitt). Επώνυμο 2 Άγγλων πολιτικών. 1. Γουίλιαμ (Γουεστμίνστερ 1708 – Χέιζ, Κεντ 1778). Στα 40 χρόνια της πολιτικής του δράσης, που συνοδευόταν από τη θερμή και πολλές φορές ενθουσιώδη λαϊκή συμπαράσταση, η Μεγάλη Βρετανία αναπτύχθηκε σε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Τσόσερ, Τζέφρι — (Chaucer, περ. Λονδίνο 1340 – περ. 1400). Άγγλος ποιητής. Από οικογένεια της εμπορικής αστικής τάξης μπήκε νεότατος στο αυλικό περιβάλον και έλαβε μέρος δύο φορές (1359 και 1369) σε πολεμικές εκστρατείες στη Γαλλία. Ολόκληρη τη ζωή του εργάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»