-
41 πρός-βασις
πρός-βασις, ἡ, der Zugang, bes. das Emporsteigen, πρ. πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, Her. 3, 111; ὀρϑία οἴκων, Eur. El. 489; ἑπτὰ προςβάσεις πύργων, Phoen. 187; Thuc. 6, 96; Pol. 1, 55, 10 u. öfter; ἐξήτασε τὰς προςβάσεις καὶ ϑέσεις τῶν κλιμάκων, 7, 15, 10.
-
42 προς-παίζω
προς-παίζω (s. παίζω), mit Einem spielen, auf Einen anspielen, τινί, Lob. Phryn. p. 463; τοῖς ἀνϑρώποις, Plat. Euthyd. 278 b; ἐν λόγοις, Phaedr. 2624; προςεπαισάτην, Ggstz von ἐσπουδασάτην, Euthyd. 283 b; übh. scherzen mit Einem, τινί, Rufin. 38 (V, 28); ἀλλήλοις, Pol. 8, 29, 4; πρὸς τὸν καιρόν, 10, 4, 8; auch verspotten, τινά, z. B. τοὺς ῥήτορας, Plat. Menex. 235 c; Euthyd. 285 a schwankt die Lesart; Phaedr. 265 c, προςεπαίσαμεν μετρίως τε καὶ εὐφήμως τὸν Ἔρωτα, ist es mehr »schmeicheln, huldigen«; ϑεούς, Epinom. 980 b, die Götter durch ein ihnen zu Ehren gesungenes Lied feiern; – τινί, Luc. Demon. 21; Plut. Caes. 63; – προςέπαιζεν αὐτῷ λέγων, Xen. Mem. 3, 1, 4.
-
43 προς-κόπτω
προς-κόπτω, 1) anschlagen, anstoßen, bes. mit dem Fuße, προςέκοψεν τῷ σκότῳ τὸν δάκτυλόν που, Ar. Vesp. 275; μὴ προςκόψῃς πρὸς λίϑον τὸν πόδα, Matth. 4, 6; einen Fehltritt thun, offendere, Nicarch. 22 (XI, 1); Xen. de re equ. 7, 6. – 2) übtr., anstoßen, fehlen, beleidigen, προςέκοπτε τοῖς πολλοῖς, ἐλύπει δὲ καὶ τὸν Ἀντίοχον, Pol. 5, 49, 5; stärker als δυςαρεστέω, 7, 5, 6; ein Aergerniß an Einem od. Etwas nehmen, unwillig sein, τινί, über Etwas, 1, 31, 7 u. öfter, u. Sp., wie Plut.; τῷ ζῆν, des Lebens überdrüssig sein, D. Sic. 4, 63; so auch im pass., M. Ant. 9, 3.
-
44 προς-οφείλω
προς-οφείλω (s. ὀφείλω), noch dazu schuldig sein, zu entrichten haben; πρὸς τρισὶν ἰαμβείοισι προςοφείλων φανεῖ, Ar. Ran. 1133; τὸν προςοφειλόμενον φόρον μετίει, Her. 6, 59, den noch fälligen Tribut; διςχίλια γὰρ τάλαντα ἤδη ἀναλωκέναι καὶ ἔτι πολλὰ προςοφείλειν, Thuc. 7, 48; τὸν προςοφειλόμενον μισϑόν, 8, 45; öfter bei Sp., wie Pol. 1, 66, 3. 8, 25, 4; noch dazu Schulden machen, Xen. Oec. 20, 1; übtr. noch dazu verpflichtet, verbunden sein, ἡ ἔχϑρη ἡ προςοφειλομένη ἐς Ἀϑηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, Her. 5, 82, die er 81 ἡ παλαιὴ ἔχϑρη nennt, die Feindschaft, zu der die Aegineten gegen die Athener verpflichtet waren, v. l. προοφειλομένη, s. oben; – προςοφείλειν γέ-λωτα, noch dazu Gelächter verschulden, verdienen, daß man ausgelacht werde, Dem. 27, 38; χάριν, Pol. 5, 88, 4, der auch 39, 2, 6 sagt ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας, ὥςτε τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προςοφείλειν, sie verschuldeten noch Viel, d. i. blieben hinter ihm zurück.
-
45 πρός-πτυστος
πρός-πτυστος, angespuckt, d. i. verabscheu't, καὶ ἀνάξιος, Plut. S. N. V. 22 p. 270.
-
46 πρός-φθεγμα
πρός-φθεγμα, τό, die Anrede, der Gruß; Soph. Phil. 235; καί τις πικρὸν πρόςφϑεγμα δεσποτῶν ἐρεῖ, Ai. 495; φίλων πρόςφϑεγμα μεϑεὶς μητρός, Eur. Troad. 777; φίλα διδοὺς προςφϑέγματα, 1184, u. öfter; τοιοῖςδέ τοί νιν ἀξιῶ προςφϑέγμασιν, Aesch. Ag. 877; Ausruf, Ch. 863.
-
47 πρός-καιρος
πρός-καιρος, 1) zur rechten Zeit, paßlich, glücklich angebracht, Plut. Pelop. 15. – 2) eine Zeitlang, nur eine Zeitlang dauernd, καὶ ἄλλοτ' ἄλλοι, Strab. 7, 3, 11; S. Emp. adv. phys. 1, 62; ϑόρυβοι, Luc. Dem. enc. 31; Ggstz ἀϑάνατος, zeitlich, vergänglich, N. T. u. K. S.
-
48 πρός-κλισις
πρός-κλισις, ἡ, 1) das Anlehnen, D. Sic. – 2) das Hinneigen der Wagschaale nach einer von beiden Seiten, übertr., Zuneigung, Gewogenheit, Beistimmung, Beitreten zu einer Partei, ἡ τῶν γερόντων πρόςκλισις καὶ ῥοπή, Pol. 6, 10, 10; τῷ βασιλεῖ, 5, 51, 8; δόγμασιν, D. L. prooem. 20.
-
49 προς-πτύσσομαι
προς-πτύσσομαι, dor. ποτιπτύσσομαι, u. Od. 2, 77 προτιπτ., wie ein Schol. ausdrücklich bemerkt, sich anfalten, eigtl. von einem Gewande, sich fest anschmiegen, anlegen, πλευραῖς, an die Seiten, Soph. Trach. 768. Gew. übertr. von Menschen, umschlingen, umarmen, καὶ κεῖνος πατέρα προςπτύξεται, Od. 11, 451; ἐς δ' ὑγρὸν ἀγκῶν' ἔτ' ἔμφρων παρϑένῳ προςπτύσσεται, Soph. Ant. 1222, so auch Luc. D. D. 7, 3; überh. freundlich begrüßen, bewillkommnen, τινά, Od. 8, 478; πῶς τ' ἂρ προςπτύξομαι αὐτόν, 3, 22; auch mit doppeltem accus., ὄφρα τί μιν προςπτύξομαι, 17, 509, daß ich Etwas freundlich zu ihm sage; τινὰ ἔπεϊ, ἔργῳ, d. i. Einem in Worten und Werken Liebes erzeigen, h. Cer. 199; προςπτύσσεσϑαι μύϑῳ, mit Worten, Reden anti, gen, angelegentlich bitten, anflehen, Od. 2, 77. 4, 647, wofür Nonn. auch das activ. προςπτύσσειν μύϑῳ braucht, nach Eur. El. 1255 Παλλάδος σεμνὸν βρέτας πρόςπτυξον, u. πρόςπτυξον σῶμα 1325. – Pind. vrbdt ϑεῶν δαῖτας προςέπτυκτο πάσας, 1. 2, 39, er ließ sich die Opferschmäuse der Götter angelegen sein, feierte sie; – Opp. Hal. 3, 151 aber im schlimmen Sinne, λαγόνας ὁρμιῇ, die Weichen mit der Harpune begrüßen.
-
50 προς-πτύω
-
51 προς-παρ-ίστημι
προς-παρ-ίστημι (s. ἵστημι), noch dazu auf seine Seite, in seine Gewalt bringen, εἴπως σφᾶς ἐϑελοντὰς ἢ καὶ ἄκοντας προςπαραστήσαιτο, D. Cass. 50, 12. – Im pass. u. in den intrans. tempp. noch dazu kommen, hinzutreten, προςπαρέστη τοῖς παροῦσι, D. Cass., προςπαρίσταταί μοι, es kommt mir noch dazu in den Sinn.
-
52 προς-ποίησις
προς-ποίησις, ἡ, das für sich Gewinnen, Erwerben, Thuc. 6, 62. 3, 82; das sich Anmaßen, Behaupten, Plat. Lach. 184 b u. Sp., wie Luc. D. Mort. 14, 5; bes. von fremdem Eigenthum, neben ἀδικία, Arist. 1, 10 Eth. 2, 7; die Affectation; Theophr. char. 1, 1; τιμὴν καὶ προςποίησιν ἀλαζονείας, Stoff u. Gelegenheit zur Prahlerei, Plut. Nic. 11, vgl. Dion. 30.
-
53 προς-ποίημα
προς-ποίημα, τό, das, was Einer sich beilegt, das Vorgeben, Arist. Eth. 4, 7 u. Folgde; falsche Angabe, Larve, D. Hal. 10, 13; D. Sic. 1, 57; καὶ παρακάλυμμα, Plut. Popl. 3.
-
54 προς-στέλλω
προς-στέλλω, eigtl. ein Kleid fest anlegen; χιτὼν προςεσταλμένος, ein glatt, fest anliegendes Gewand, im Ggstz des faltenreichen, bauschigen; dah. übh. glatt, fest anliegend, χαίτη, Arist. H. A. 9, 45; u. übertr., schlicht, sich nicht brüstend, bescheiden, ἐπιστήμη προςεσταλμένη καὶ κοσμία, Plat. Gorg. 511 d; aber προςεστέλλετο τοῖς ὀρεινοῖς Plut. Sull. 19 ist = er lehnte sich an die Berge.
-
55 προς-σαίρω
προς-σαίρω, angrinzen; bei Lycophr. 880 v. l. für προσαίρω; Pherecrat. bei Ath. XV, 685 a sagt μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα προςσεσηρώς, Rosen, d. i. lieblich anlachend.
-
56 προς-τροπή
προς-τροπή, ἡ, eigtl. das sich irgendwohin od. an Jem. wenden, gew. von dem mit Bitten an Einen sich wendenden, um Hülfe flehenden ἱκέτης gesagt; bes. der sich nach einem begangenen Morde od. anderm Verbrechen an einen Gott od. Menschen zur Sühnung u. Reinigung wendet; das Bitten der Hülfeflehenden, u. übh. Flehen, Gebet; ϑεοὺς δὲ προςτροπαῖς ἱκνουμένη, Aesch. Pers. 212; Ch. 21. 83 Eum. 688; τίνα πόλεως ἐπέστης προςτροπὴν ἐμοῦ τ' ἔχων, Soph. O. C. 564, welches Ansuchen an die Stadt oder mich habend, wie Eur. ϑεᾶς τῆςδε προςτροπὴν ἔχω, I. T. 618; βωμοὺς κνισσᾶν βουϑύτοισι προςτροπαῖς, Alc. 1159; Aesch. 3, 110 vrbdt προςτροπὴν καὶ ἀρὰν ἰσχυρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο, Verwünschung. – Harpocr. erkl. es = προςτρόπαιον u. führt es aus Dinarch. an, also die Blutschuld, Verunreinigung durch ein Verbrechen, dah. προςτροπῇ ἐνέχεσϑαι, mit einer schweren Schuld behaftet sein.
-
57 προς-τρέπω
προς-τρέπω (s. τρέπω), zuwenden, zukehren; ὑπὸ τῆς φύσεως προςτραπὲν ἐφορμήσει, von der Natur darauf hingeführt, angetrieben, Opp. Ix. 3, 14. – Med. sich wohin wenden, c. accus., Hom. en 15; bes. sich mit Bitten u. Flehen, als ἱκέτης, an eine Gottheit wenden, anflehen, wie Hesych. σέβειν, τιμᾶν, προςκυνεῖν erkl., προςτρέπεσϑαι ϑεούς, S. Emp. adv. phys. 1, 62; καὶ προςτραπέσϑαι τούςδ' ἐπέστελλον δόμους, Aesch. Eum. 196; u. in Prosa, Ael. H. A. 15, 21. – So auch im act., Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προςτραπών, Pind. N. 4, 55, nachdem er sich feindlich gegen Jolkos gewendet; u. bittend, τοσαῠτά σ', ὦ Ζεῠ, προςτρέπω, Soph. Ai. 818, vgl. O. C. 50; κακῶς ὀλέσϑαι πρόςτρεπ' Ἀργείων χϑόνα, Eur. Suppl. 1194.
-
58 προς-ταλαιπωρέω
προς-ταλαιπωρέω, auch als dep. pass., dabei, darüber dulden, leiden, auch Geduld haben, aushalten; Ar. vrbdt ἀνάσχεσϑ' ὦ 'γαϑαὶ καὶ προςταλαιπωρήσατέ γ' ὀλίγον χρόνον, Lys. 765; τῷ δόξαντι καλῷ, Thuc. 2, 53; Plut.
-
59 προς-υπο-θήγω
προς-υπο-θήγω, Etwas woran reiben, τινὶ καὶ παραψήχω Ael. H. A. 9, 16.
-
60 προς-φύω
προς-φύω (s. φύω), daran wachsen lassen, fest daran fügen, verbinden; übertr., ταῠτ' ἀληϑῆ πάντα προςφύσω λόγῳ, Aesch. Suppl. 276, wie τοῠτό γέ τοι τῷ νυνὶ λόγῳ εὖ προςέφυσας, Ar. Nubb. 371, durch das Wort befestigen, bestätigen. – Häufiger im med. u. in den intrans. tempp., daran wachsen; σῷ κέρατε κρατὶ προςπεφυκέναι, Eur. Bacch. 919; ταῖς πέτραις προςπέφυκεν, Plut. de sol. anim. 30; sich fest daran halten, τῷ προςφὺς ἐχόμην, Od. 12, 433, daran festhangend hielt ich mich; προςφῠσα, fest daran haltend, Il. 24, 213; σκέλη χεῖρές τε ταύτῃ καὶ διὰ ταῠτα πᾶσι προςέφυ, Plat. Tim. 45 a; προςπεφυκότα τοῖς τοιούτοις, Legg. V, 728 b; Sp., δεῖ προςφύντα τοῖς πράγμασι συνοικειοῠν ἑαυτὸν ἑκάστῳ τῶν δρωμένων, Luc. de salt. 67; προςφύντες ἔχονται τοῠ χρυσίου, Piscat. 51.
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek