-
1 προς-ποίησις
προς-ποίησις, ἡ, das für sich Gewinnen, Erwerben, Thuc. 6, 62. 3, 82; das sich Anmaßen, Behaupten, Plat. Lach. 184 b u. Sp., wie Luc. D. Mort. 14, 5; bes. von fremdem Eigenthum, neben ἀδικία, Arist. 1, 10 Eth. 2, 7; die Affectation; Theophr. char. 1, 1; τιμὴν καὶ προςποίησιν ἀλαζονείας, Stoff u. Gelegenheit zur Prahlerei, Plut. Nic. 11, vgl. Dion. 30.
-
2 παρα-προς-ποίησις
παρα-προς-ποίησις, ἡ, Verstellung.
-
3 ψευδο-προς-ποίησις
ψευδο-προς-ποίησις, ἡ, falsche Nachäffung, Schol. Ar. Th. 870.
-
4 προςποίησις
προς-ποίησις, ἡ, das für sich Gewinnen, Erwerben; das sich Anmaßen, Behaupten; bes. von fremdem Eigentum; die Affektation; τιμὴν καὶ προςποίησιν ἀλαζονείας, Stoff u. Gelegenheit zur Prahlerei -
5 παραπροςποίησις
παρα-προς-ποίησις, ἡ, Verstellung -
6 ψευδοπροςποίησις
ψευδο-προς-ποίησις, ἡ, falsche Nachäffung -
7 ἔν-θεος
ἔν-θεος, bei Sp. auch zsgzgn - ϑους, gottbegeistert, Ἄρει, Aesch. Spt. 479, vom Ares, d. i. muthig; τέχναι, die Seherkunst, Ag. 1182; τέχνης δέ νιν Ζεὺς ἔνϑεον κτίσας φρένα, er begabt sie mit der Seherkunst, Eum. 17; μαντικὴ ἔνϑ. Plat. Tim. 71 e; Phaedr. 244 d; γυναῖκες, von den Bacchantinnen, Soph. Ant. 952; ὅντινα ὁ Ἔρως ἔνϑεον ποιεῖ πρὸς ἀρετήν Plat. Conv. 179 a, dazu begeistert; καὶ ἔκφρων Ion 534 b; ἔνϑεον ἡ ποίησις Arist. Rhet. 3, 7. – Adv. ἐνϑέως, Iambl.; Poll. 1, 16.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
νόστος — ο (Α νόστος) επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (γενικά) επάνοδος 2. ταξίδι, πλους 3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή 4. (για φαγητό) νοστιμιά 5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι… … Dictionary of Greek
φιλόσοφος — Άγιος της Ανατ. Όρθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, επειδή, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος, θέλοντας να αποφύγει να συνομιλήσει με πόρνη, όπως τον υποχρέωσαν, δάγκασε τη γλώσσα του και την έφτυσε με το… … Dictionary of Greek
Λαμπελέτ — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) μουσικοσυνθετών και μουσικολόγων. 1. Γεώργιος (Κέρκυρα 1875 – Αθήνα 1945). Σπούδασε στο ωδείο της Νάπολης, στην Ιταλία. Είναι από τους πρώτους Έλληνες συνθέτες που ασχολήθηκαν σοβαρά και με επιστημονική διάθεση με το … Dictionary of Greek
АВВАКУМ — Прор. Аввакум. Мозаика ц. Осиос Давид в Фессалонике. Посл. четв.V в. Прор. Аввакум. Мозаика ц. Осиос Давид в Фессалонике. Посл. четв.V в. [евр. , , греч. Αμβακουμ, лат. Abacuc] (пам. 2 дек. в Соборе св. праотец и в 1 ю Неделю Великого поста; пам … Православная энциклопедия
АННА — Пророчица с младенцем Самуилом. Инициал из Цареградской Псалтири. XI в. (РНБ) Анна Пророчица с младенцем Самуилом. Инициал из Цареградской Псалтири. XI в. (РНБ) св. пророчица XI в. до Р. Х. (пам. 9 дек.), мать прор. Самуила (1 Цар 1. 1 2. 11).… … Православная энциклопедия
ИКОНОБОРЧЕСТВО — религ. и политическое движение, отвергавшее святость религ. изображений и иконопочитание. Хотя эпизоды или кампании И. имели место в разные исторические периоды и в разных странах, прототипическим И. как с т. зр. масштаба и продолжительности, так … Православная энциклопедия