Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καὶ+μέτρον

  • 1 μέτρον

    τό
    1) мера;

    μέτρα μήκους — меры длины;

    μέτρα και σταθμά — меры веса;

    2) метр (единица измерения);

    τετραγωνικό μέτρον — квадратный метр;

    κυβικό μέτρον — кубический метр;

    3) мерка; размер;

    παίρνω μέτρον ( — или τα μέτρα) — измерять; — снимать мерку;

    πήρα τα μέτρα τού οικοπέδου — я измерил строительный участок;

    έκαμα λάθος στο μέτρο — я ошибся размером;

    σύμφωνα με τα μέτρα — по размеру;

    4) мера, мерка (сыпучих тел и жидкости);

    μέτρ σιτηρών — мера пшеницы;

    5) перен. мера (величина, степень);

    στο μέτρον τού δυνατού — по мере возможности;

    στο μέτρον των δυνάμεων μου — по мере моих сил;

    αυτό υπερβαίνει το μέτρον των δυνάμεων μου — это выше моих сил;

    6) мера, предел;

    παν μέτρον άριστον — всё хорошо в меру;

    δεν γνωρίζω τί εστί μέτρον — не знать чувства меры;

    7) мерка, мерило, критерий;

    έχω ( — или εφαρμόζω) δύο μέτρα και δύο σταθμά — подходить с двумя разными мерками (к чему-л.), быть пристрастным;

    8) (чаще πλ.) мера, средство;

    μέτρο ποινής — мера наказания;

    προσωρινά μέτρα — временные меры;

    δρακόντεια μέτρον — драконовские меры;

    προφυλακτικά μέτρα — или μέτρα προφύλαξης — меры предосторожности;

    σύντονα (αποφασιστικά, δραστικά, προληπτικά) μέτρα — энергичные (решительные, действенные, превентивные) меры;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέτρα — принимать меры;

    λάβε τα μέτρα σου — береги себя;

    9) лит. размер (стихотворный);

    ιαμβικό μέτρον — ямб;

    10) муз. ритм, такт;

    § εν μέτρω — или με μέτρο — в меру, умеренно, разумно;

    'εν τινι μέτρω — в какой-то мере; — в какой-то степени;

    άνευ μέτρου — без меры;

    υπέρ το μέτρον — сверх меры

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέτρον

  • 2 υπέρ

    πρόθ. 1. με γεν. за, ради;

    πολεμώ υπέρ πατρίδος — сражаться за родину;

    ψηφίζω υπέρ κάποιου — голосовать за кого-л.;

    έρανος υπέρ των φυματικών — сбор средств в помощь туберкулёзным больным;

    φροντίζει υπέρ των συμφερόντων του και μόνον — он заботится только о своих интересах;

    2. με αιτιατ.
    1) (при обознач, пространства) над;

    υπέρ την κεφαλήν — над головой;

    υπέρ την κορυφήν τού όρους — над вершиной горы;

    υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης — над уровнем моря;

    2) (при обознач, меры, количества) больше; сверх;

    αυτό ήτο υπέρ τάς δυνάμεις μου — это было выше моих сил;

    υπέρ τό μέτρον — сверх меры;

    υπέρ παν άλλο — больше всего;

    σε αγαπώ υπέρ πάντα άλλον — я тебя люблю больше всех;

    είναι υπέρ πάν όριον φορτικός — он надоедлив сверх меры;

    ψεύδεσαι υπέρ παν όριον — ты совершенно заврался, οι θεαταί ήσαν υπέρ τούς πεντακόσιους — зрителей было более пятисот;

    υπέρ τούς τρείς μήνας — больше трех месяцев;

    § τα υπέρ και τα κατά — за и против

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπέρ

  • 3 εντιθημι

        1) класть поверх, накладывать
        

    (χλαίνας Hom.)

        2) вкладывать, давать
        

    (ὀξύην χειρί, sc. τινος Eur.)

        3) вкладывать, просовывать
        

    (αὐχένα ζυγῷ Eur.; τράχηλον εἰς βρόχον Diod.)

        ἐ. πόδα Arph. — обуться;
        ἐνθέσθαι τι εἰς τὸν κόλπον Dem., Plut.положить себе что-л. за пазуху

        4) возлагать
        5) вставлять
        

    (τὸ δέλτα ἀντὴ τοῦ νῦ Plat.; τὰ ὀνόματα εἰς τὸν μέτρον Arst.; ἐντιθεμένου τοῦ κάππα Plut.)

        6) вкладывать, вводить
        

    (λογισμὸν καί σκέψιν τῇ τέχνῃ Arph.; τόλμαν εἰς τέν μουσικήν Plat.)

        7) влагать, вселять, внушать
        

    (φόβον τινί Xen.; ἀθυμίαν τινί Plat.; βελτίω τινὰ νοῦν καὴ φρένας Dem.)

        8) класть в рот
        

    (ὀλίγον τινί Arph.; ψωμίσματα τοῖς βρέφεσιν Plut.)

        ἐνθοῦ, ἔντραγε Arph. — возьми, съешь

        9) давать, придавать, снабжать
        

    (σῖτον καὴ ὕδωρ καὴ οἶνον Hom.; ὄμμα λαμπρὸν κόραις Eur.; ἥλιος ἐντίθησι τῇ σελήνῃ τὸ λαμπρόν Plut.)

        10) med. ставить, устанавливать
        

    (ἱστία νηΐ Hom.)

        11) med. полагать
        

    ἐ. τινά τινι τιμῇ Hom.уравнивать кого-л. с кем-л. в славе

        12) med. грузить, погружать
        

    (κτήματα Hom.; εἰς πλοῖόν τι Xen.; φορτία εἰς ναῦν Dem.; χρήματα καὴ θεράποντας εἰς τὰς ναῦς Plut.)

        13) med. укладывать
        14) med. принимать, проникаться
        

    χόλον ἐ. θυμῷ Hom. — затаить злобу;

        μῦθόν τινος ἐ. θυμῷ Hom.глубоко проникнуться чьими-л. словами

    Древнегреческо-русский словарь > εντιθημι

См. также в других словарях:

  • Αδώνιον μέτρον — Αρχαία μετρική ποιητική μονάδα, που έκλεινε τις στροφές ποιημάτων γραμμένων κυρίως σε δακτυλικά μέτρα. Ο στίχος προήλθε από τη συνένωση ενός δάκτυλου και ενός σπονδείου (με αδιάφορη την ποσότητα της τελευταίας συλλαβής.. Ονομάστηκε έτσι από την… …   Dictionary of Greek

  • γλυκώνιον μέτρον — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής, που το αποτελούσαν τρεις τροχαίοι και ένας δάκτυλος (τετραποδία),που είχε την πρώτη ή δεύτερη ή τρίτη θέση ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς πόδες …   Dictionary of Greek

  • υπόδειγμα — το / ὑπόδειγμα, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι] μτφ. παράδειγμα για μίμηση (α. «υπόδειγμα εκπαιδευτικού» β. «πρὸς ὑπόδειγμα ἀρετῆς», επιγρ. γ. «ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν ἑαυτόν», Πολ.) νεοελλ. 1. δείγμα, πρότυπο για την τήρηση ορισμένου σχεδίου ή ορισμένης… …   Dictionary of Greek

  • παραληπτικός — και παραλημπτικός, ή, όν, Α [παραληπτός] αυτός που χρησιμοποιείται προκειμένου να μετρήσει ή να υπολογίσει κανείς κάτι («παραλημπτικὸν μέτρον», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • σμιρεύς — και σμηρεύς, έως ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μέτρον οἰνικὸν εἰς Πεντάπολιν Λιβύης» …   Dictionary of Greek

  • τρεισκαιδεκάμετρος — και τρισκαιδεκάμετρος, ον, Α αυτός που αποτελείται από δεκατρία μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + μετρος (< μέτρον), πρβλ. δεκά μετρος] …   Dictionary of Greek

  • τρεισκαιδεκαπάλαστος — και τρισκαιδεκαπάλαστος, ον, Α 1. αυτός που δέχεται δεκατρείς παλαστές, δηλαδή παλάμες 2. φρ. «τρισκαιδεκαπάλαστο μέτρον» μέτρο τριών παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + παλαστή «παλάμη» (πρβλ. πεντα πάλαστος)] …   Dictionary of Greek

  • τριόγδοον — και τρίογδον, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μέτρον τι παρὰ Ταραντίνοις». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄγδοον] …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»