Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τετραγωνικό

  • 1 τετραγωνικός

    η, ό[ν]
    1) квадратный, четырёхугольный;

    τετραγωνικό μέτρο — квадратный метр;

    τετραγωνική ρίζα — квадратный корень;

    2) перен. основательный; неопровержимый;

    τετραγωνικο επιχείρημα — неопровержимый довод;

    § τετραγωνικό μυαλό — светлая голова

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τετραγωνικός

  • 2 μέτρον

    τό
    1) мера;

    μέτρα μήκους — меры длины;

    μέτρα και σταθμά — меры веса;

    2) метр (единица измерения);

    τετραγωνικό μέτρον — квадратный метр;

    κυβικό μέτρον — кубический метр;

    3) мерка; размер;

    παίρνω μέτρον ( — или τα μέτρα) — измерять; — снимать мерку;

    πήρα τα μέτρα τού οικοπέδου — я измерил строительный участок;

    έκαμα λάθος στο μέτρο — я ошибся размером;

    σύμφωνα με τα μέτρα — по размеру;

    4) мера, мерка (сыпучих тел и жидкости);

    μέτρ σιτηρών — мера пшеницы;

    5) перен. мера (величина, степень);

    στο μέτρον τού δυνατού — по мере возможности;

    στο μέτρον των δυνάμεων μου — по мере моих сил;

    αυτό υπερβαίνει το μέτρον των δυνάμεων μου — это выше моих сил;

    6) мера, предел;

    παν μέτρον άριστον — всё хорошо в меру;

    δεν γνωρίζω τί εστί μέτρον — не знать чувства меры;

    7) мерка, мерило, критерий;

    έχω ( — или εφαρμόζω) δύο μέτρα και δύο σταθμά — подходить с двумя разными мерками (к чему-л.), быть пристрастным;

    8) (чаще πλ.) мера, средство;

    μέτρο ποινής — мера наказания;

    προσωρινά μέτρα — временные меры;

    δρακόντεια μέτρον — драконовские меры;

    προφυλακτικά μέτρα — или μέτρα προφύλαξης — меры предосторожности;

    σύντονα (αποφασιστικά, δραστικά, προληπτικά) μέτρα — энергичные (решительные, действенные, превентивные) меры;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέτρα — принимать меры;

    λάβε τα μέτρα σου — береги себя;

    9) лит. размер (стихотворный);

    ιαμβικό μέτρον — ямб;

    10) муз. ритм, такт;

    § εν μέτρω — или με μέτρο — в меру, умеренно, разумно;

    'εν τινι μέτρω — в какой-то мере; — в какой-то степени;

    άνευ μέτρου — без меры;

    υπέρ το μέτρον — сверх меры

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέτρον

  • 3 μυαλό

    τό
    1) мозг;

    μυαλά τηγανητά — кул. жареные мозги;

    2) ум, разум, рассудок;

    φωτεινό μυαλό — светлая голова;

    γερό ( — или τετραγωνικό) μυαλό — ясный ум;

    περιορισμένο μυαλό — ограниченный ум;

    του ήρθε στο μυαλό — ему пришло на ум;

    § βάζω το μυαλό μου να δουλέψει — шевелить мозгами;

    βάζω μυαλό σε κάποιον — учить уму-разуму;

    φουσκώνω τα μυαλά κάποιου — а) внушать, вбивать кому-л. в голову; — б) заставлять кого-л. терять чувство реального;

    δεν έπήξε ακόμα το μυαλό του — он ещё умственно не созрел; — у него незрелый ум;

    τίναξε τα μυαλά του στον αέρα — или κάπνισε τα μυαλά του — он пустил себе пулю в лоб;

    πήραν τα μυαλά του αέρα — он зазнался; — у него закружилась голова от успехов;

    αυτή τού πήρε το μυαλό — она ему вскружила голову, она его свела с ума;

    δεν το βγάζω απ' το μυαλό μου — не могу выкинуть из головы;

    βάλ' το καλά στο μυαλό σου — заруби себе на носу;

    πού το είχες το μυαλό σου; — а где у тебя голова была?;

    βάζω μυαλό — браться за ум;

    έχει θηλυκό μυαλό — или τό μυαλό του γεννάει — у него голова хорошо варит;

    άλλο 'έχει στο μυαλό του — у него другое на уме;

    όσα μυαλά τόσες γνώμες — погов, сколько голов, столько умов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μυαλό

См. также в других словарях:

  • τετραγωνικό σύστημα — Μία από τις 7 υποδιαιρέσεις της κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει τα ορυκτά, των οποίων οι κρύσταλλοι χαρακτηρίζονται από 3 άξονες σε ορθή γωνία, με τις 2 από τις 3 θεμελιώδεις παραμέτρους ίσες μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό στοιχείο της… …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνικός — ή, ό / τετραγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τετράγωνος] αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνος νεοελλ. 1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα») 2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα… …   Dictionary of Greek

  • δεκατόμετρο — Μονάδα που ισοδυναμεί με ένα δέκατο του μέτρου (σύμβ. dm). Το τετραγωνικό δ. είναι μέτρο επιφάνειας, ισοδύναμο με τετράγωνο που έχει πλευρά ενός δ. (συμβ. dm2). Το κυβικό δ. είναι μονάδα μέτρησης όγκου, ισοδύναμη με κύβο ακμής ενός δ. (συμβ. dm3) …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης …   Dictionary of Greek

  • σκαληνόεδρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα πολύεδρου τού οποίου οι έδρες είναι σκαληνά τρίγωνα ίσα μεταξύ τους 2. το ουδ. ως ουσ. το σκαληνόεδρο (κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο τετραγωνικό και στο τριγωνικό σύστημα και που συνίσταται σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • φωσγενίτης — Ορυκτό με χημική σύνθεση Pb2Cl2CO3 (ανθρακικός χλωριούχος μόλυβδος). Ανήκει στο τετραγωνικό σύστημα κρυστάλλωσης. Έχει σκληρότητα 2,5 3, ειδικό βάρος 6,0 6,3 και κίτρινο ή πράσινο χρώμα. * * * ο, Ν (ορυκτ.) χλωρανθρακικό ορυκτό τού μολύβδου, το… …   Dictionary of Greek

  • χιλιόγραμμο — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα μάζας και βάρους τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg, ισοδύναμη με χίλια γραμμάρια, κν. κιλό 2. φρ. α) «χιλιόγραμμο ανά μέτρο» μετρολ. μονάδα γραμμικής μάζας τού Διεθνούς Συστήματος ισοδύναμη με τη γραμμική μάζα… …   Dictionary of Greek

  • βιομάζα — Το βάρος ή η μάζα των ατόμων ενός είδους οργανισμών που βρίσκονται σε έναν βιότοπο ανά μονάδα επιφάνειας ή όγκου. Ο καθορισμός της μονάδας μέτρησης που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από το μέγεθος των οργανισμών και από την έκταση της περιοχής… …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»