Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ψεύδεσαι

  • 1 υπέρ

    πρόθ. 1. με γεν. за, ради;

    πολεμώ υπέρ πατρίδος — сражаться за родину;

    ψηφίζω υπέρ κάποιου — голосовать за кого-л.;

    έρανος υπέρ των φυματικών — сбор средств в помощь туберкулёзным больным;

    φροντίζει υπέρ των συμφερόντων του και μόνον — он заботится только о своих интересах;

    2. με αιτιατ.
    1) (при обознач, пространства) над;

    υπέρ την κεφαλήν — над головой;

    υπέρ την κορυφήν τού όρους — над вершиной горы;

    υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης — над уровнем моря;

    2) (при обознач, меры, количества) больше; сверх;

    αυτό ήτο υπέρ τάς δυνάμεις μου — это было выше моих сил;

    υπέρ τό μέτρον — сверх меры;

    υπέρ παν άλλο — больше всего;

    σε αγαπώ υπέρ πάντα άλλον — я тебя люблю больше всех;

    είναι υπέρ πάν όριον φορτικός — он надоедлив сверх меры;

    ψεύδεσαι υπέρ παν όριον — ты совершенно заврался, οι θεαταί ήσαν υπέρ τούς πεντακόσιους — зрителей было более пятисот;

    υπέρ τούς τρείς μήνας — больше трех месяцев;

    § τα υπέρ και τα κατά — за и против

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπέρ

См. также в других словарях:

  • αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»