-
1 υπέρ
πρόθ. 1. με γεν. за, ради;πολεμώ υπέρ πατρίδος — сражаться за родину;
ψηφίζω υπέρ κάποιου — голосовать за кого-л.;
έρανος υπέρ των φυματικών — сбор средств в помощь туберкулёзным больным;
φροντίζει υπέρ των συμφερόντων του και μόνον — он заботится только о своих интересах;
2. με αιτιατ.1) (при обознач, пространства) над;υπέρ την κεφαλήν — над головой;
υπέρ την κορυφήν τού όρους — над вершиной горы;
υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης — над уровнем моря;
2) (при обознач, меры, количества) больше; сверх;αυτό ήτο υπέρ τάς δυνάμεις μου — это было выше моих сил;
υπέρ τό μέτρον — сверх меры;
υπέρ παν άλλο — больше всего;
σε αγαπώ υπέρ πάντα άλλον — я тебя люблю больше всех;
είναι υπέρ πάν όριον φορτικός — он надоедлив сверх меры;
ψεύδεσαι υπέρ παν όριον — ты совершенно заврался, οι θεαταί ήσαν υπέρ τούς πεντακόσιους — зрителей было более пятисот;
υπέρ τούς τρείς μήνας — больше трех месяцев;
§ τα υπέρ και τα κατά — за и против
См. также в других словарях:
αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… … Dictionary of Greek