-
1 ερανος
ὅ1) простой товарищеский обед на паях Hom.2) пир, пиршество Pind., Eur.ἔρανον ἀπενεγχεῖν σύν τισι Luc. — устроить с кем-л. в складчину пир
3) пай, вклад, взнос(ἔρανον εἰσφέρειν τινί Plat.)
ἐράνους λείπειν Dem. — не уплатить своей доли4) услуга, одолжение, любезностьκάλλιστον ἔρανον προΐεσθαί τινι Thuc. — оказать кому-л. наилучшую услугу
5) долг(τὸν ἔρανον κομίζεσθαι Arst.)
ἀντιλαμβάνειν τὸν ἔρανον перен. Arst. — получить должное;τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι ирон. Dem. — отплатить той же монетой6) группа пайщиков, общество на паях, товарищество (взаимопомощи, религиозное, политическое и др.) Dem. -
2 έρανος
ο1) сбор пожертвований; 2) пожертвование -
3 έρανος
[эранос] ουσ. а. сбор денег, пожертвований, взнос,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έρανος
-
4 έρανος
[эранос] ουσ α сбор денег, пожертвований, взнос. -
5 εστιασις
- εως ἥ1) угощение, пиршество Thuc., etc.ἑ. συμφορητός Arst. (= ἔρανος) — обед вскладчину;
ἑστίασιν ἑστιᾶν Luc. — давать званый пир, угощать;ἥ τῶν λόγων ἑ. Plat. — приятная беседа -
6 παππωος
-
7 υπέρ
πρόθ. 1. με γεν. за, ради;πολεμώ υπέρ πατρίδος — сражаться за родину;
ψηφίζω υπέρ κάποιου — голосовать за кого-л.;
έρανος υπέρ των φυματικών — сбор средств в помощь туберкулёзным больным;
φροντίζει υπέρ των συμφερόντων του και μόνον — он заботится только о своих интересах;
2. με αιτιατ.1) (при обознач, пространства) над;υπέρ την κεφαλήν — над головой;
υπέρ την κορυφήν τού όρους — над вершиной горы;
υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης — над уровнем моря;
2) (при обознач, меры, количества) больше; сверх;αυτό ήτο υπέρ τάς δυνάμεις μου — это было выше моих сил;
υπέρ τό μέτρον — сверх меры;
υπέρ παν άλλο — больше всего;
σε αγαπώ υπέρ πάντα άλλον — я тебя люблю больше всех;
είναι υπέρ πάν όριον φορτικός — он надоедлив сверх меры;
ψεύδεσαι υπέρ παν όριον — ты совершенно заврался, οι θεαταί ήσαν υπέρ τούς πεντακόσιους — зрителей было более пятисот;
υπέρ τούς τρείς μήνας — больше трех месяцев;
§ τα υπέρ και τα κατά — за и против
См. также в других словарях:
ἔρανος — meal to which each contributed his share masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… … Dictionary of Greek
έρανος — ο ενέργεια με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων, ενδυμάτων, τροφίμων κτλ. για φιλανθρωπικό σκοπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐράνοις — ἔρανος meal to which each contributed his share masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράνου — ἔρανος meal to which each contributed his share masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράνους — ἔρανος meal to which each contributed his share masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράνων — ἔρανος meal to which each contributed his share masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράνως — ἔρανος meal to which each contributed his share masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράνῳ — ἔρανος meal to which each contributed his share masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρανε — ἔρανος meal to which each contributed his share masc voc sg ἔρᾱνε , ῥαίνω sprinkle aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρανοι — ἔρανος meal to which each contributed his share masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)