-
1 συνέχω
συνέχω, [tense] aor. συνέσχον:—[voice] Med., [tense] fut. συνέξομαι in pass. sense, D. Ep.3.40: so συσχόμενος (v. infr.), Pl.Sph. 250d:—[voice] Pass., [tense] aor.Aσυνεσχέθην Epicur.Ep.2p.35U.
: [tense] fut. inf.συσχεθήσεσθαι Phld.Ir.p.97
W.:— hold or keep together, confine, secure, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον [θώρηκα] Il.4.133, 20.415; ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος where the sinews of the elbow hold together, ib. 478 (but perh. meet, v. infr. 11); Ὠκεανός.. συνεῖχε σάκος enclosed, compassed it, Hes.Sc. 315; Αἴτνα σ. [Τυφῶνα] Pi.P.1.19; τὼ μηρὼ ς. hold them together, Ar.Nu. 966;τὰ σκέλη [τοῦ βρέφους] συνεχέτω Sor.1.101
;τοὺς τρεῖς ξυνέχων τῶν δακτύλων Ar.V.95
; συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν closed or stopped their ears, Act.Ap.7.57; μηδὲ συσχέτω ἐπ' ἐμὲ φρέαρ τὸ στόμα αὐτοῦ let not the pit close its mouth upon me, LXX Ps.68(69).15, cf. Is.52.16; τὸ δέρμα σ. [τὰ ὀστᾶ] Pl.Phd. 98d; Ἄτλας ἅπαντα ς. ib. 99c;λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν LXX Je.2.13
:—[voice] Pass., τὸ λεγόμενον ἐν φρέατι συσχόμενος" trapped in a well, Pl.Tht. 165b; ὁ καρπὸς.. ἂν μὴ πλυθῇ.. συνέχεται sticks together, Thphr.HP3.15.4; τὸ στόμα οὐ συνεσχέθη ἔτι my mouth was no longer closed, LXX Ez.33.22.2 keep together, keep from dispersing, στράτευμα, δύναμιν, X.An.7.2.8, D.8.76;σ. ἐν τῷ χάρακι Plb.10.39.1
;ὥπλισε.. καὶ συνεῖχε τοῦ τείχους ἐντός Plu.Cam. 23
;περὶ Κύπρον σ. τὸ ναυτικόν Id.Cim.18
; continue, keep on, μὴ πλείους πέντε ἡμερῶν σύσχῃς τὸ ὕδωρ (the flooding) PCair.Zen.155.5 (iii B.C.); keep,τοὺς πολίτας σ. ἐν τοῖς ὅπλοις Plu.Sol.22
, cf. 2.193e;προστάξαντος αὐτοῦ ἐν τοῖς ὅπλοις συνέχειν ἑαυτόν, ὁ δὲ ἀπεδύσατο Ael. VH14.48
; preserve,οἱ ἅλες ἐπὶ πλεῖστον [τὰ σώματα] συνέχοντες Ph. 2.255
; maintain,σ. τοὺς στρατιώτας ἐκ τῶν ἱεροσυληθέντων λειψάνων D.S.16.61
:—[voice] Pass., to be continuous, Parm.8.23; to be maintained,πᾶσα ἕξις.. ὑπὸ τῶν καταλλήλων ἔργων συνέχεται καὶ αὔξεται Arr. Epict.2.18.1
.b of social and political order, σ. πόλεις keep states together, keep them from falling to pieces, maintain them, E.Supp. 312, cf. And.1.9;τὸ φρονεῖν σ. δώματα E.Ba. 392
(lyr.), cf. 1308; καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία ς. Pl.Grg. 508a; , cf. Plt. 311c;σ. τὴν πολιτείαν D.24.2
;τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν Arist.Pol. 1278b25
, cf. 1270b17;ὀρθῶς ἐν τῇ Ἑλλάδι τὴν δύναμιν τῶν Ἀθηναίων συνεῖχεν Plu.Per.22
; ἐν οἴνῳ τὰς ἀρχὰς συνεῖχε conducted the government over wine, Id.2.714b; alsoὁ τὸν ὅλον κόσμον συντάττων καὶ συνέχων X.Mem.4.3.13
, cf. LXX Wi.1.7; ξ. τὴν εἰρεσίαν keep the rowers together, make them pull in time, Th.7.14:—[voice] Pass.,μετ' ἀλλήλων συνέχεσθαι Pl.Ti. 43e
.c keep together in friendship, (lyr.);τοὺς ἐρωμένους Ath.13.563e
:—[voice] Pass.,τὸ ὂν συνέχεται.. φιλίᾳ Pl.Sph. 242e
;τὰ πράγματα ὑπ' εὐνοίας D.11.7
.d [voice] Pass. also, engage in close combat,ἐγχειριδίοισι Hdt.1.214
; of sexual intercourse, Arist.HA 540a24, GA 731a19, Thphr.Char.28.3.e occupy or engage,ἑαυτὸν ἐν γυναιξὶ καὶ θιάσοις Plu.Cleom.34
; [γυναῖκα] συνέχειν ἐπὶ καπηλείου Id.2.785d
.3 contain, comprise, embrace, εἷς λόγος πάσας τὰς αἰσθήσεις ς. Pl.Hp.Mi. 374d; τὸ συνέχον the chief matter, Plb.2.12.3, Cic.Att.9.7.1, Gal.16.516;τὸ σ. καὶ κυριώτατον Phld.Lib. p.22
O.;τὰ συνέχοντα Plb.6.46.6
, Gal.15.2;τὰ σ. ἀγαθά Phld.D.1.25
: c. gen., τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας the chief reason for.., Plb.28.4.2, cf. 4.51.1, 18.39.3; τῆς σωτηρίας the chief means of.., Id.10.47.11; τὰ σ. τῶν ἐγγράπτων the chief clauses, Id.3.27.1;τὸ σ. τῆς ἐννοίας Id.3.29.9
, cf. 4.5.5, 18.44.2:—[voice] Pass., τὸν πρὸς τῇ ὑπεκλύσει πυρετὸν ὑπ' ἄλλης αἰτίας συνέχεσθαι is chiefly caused (cf. συνεκτικός) by.., Sor.2.4.4 detain, τὰς καμήλους ἐν τῇ Νεχθενίβιος (sc. κώμῃ) PMich.Zen.103.3 (iii B.C.); sequestrate, PEnteux.3.7, 85.3 (iii B.C.); keep under arrest, PMich.Zen.36.6 (iii B.C.), BGU1824.27 (i B.C.), Ev.Luc.22.63;προσαπήγαγέν με εἰς τὴν φυλακὴν καὶ συνέσχεν ἐφ' ἡμέρας δ ¯ PEnteux.83.7
(iii B.C.), cf. 84.11 (iii B.C.):—[voice] Pass.,συνέχομαι ἐμ φυλακῇ PPetr.2p.50
(iii B.C.), cf. PCair.Zen.347.3 (iii B.C.), PRyl. 65.11 (i B.C.), etc.; of things held as security, PCair.Zen.373.3 (iii B.C.).5 constrain or force one to a thing,ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σ. ἡμᾶς 2 Ep.Cor.5.14
; oppress, Ev.Luc.8.45, 19.43;ἡ σκληροκοιτία λυπεῖ καὶ σ. τὸ σῶμα Gal.15.196
:—used by early writers only in [voice] Pass., συνέχεσθαί τινι to be constrained, distressed, afflicted, and, generally, to be affected by anything whether in mind or body,πατρὶ συνείχετο.. χαλεπῷ Hdt.3.131
;ξ. τοῖσι Λυκούργου πατριώταις Pherecr.11
; σ. πολέμῳ, δουληΐῃ, Hdt.5.23, 6.12; ; ; δίψῃ, πόνῳ, Th.2.49, 3.98;πυρετῷ Ev.Luc.4.38
; ;μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασιν Pl.Grg. 512a
;πάσῃ ἀπορίᾳ Id.Sph. 250d
;ἀγρυπνίαις IG42(1).122.50
(Epid., iv B.C.); τῷ λόγῳ (v.l. πνεύματι) Act.Ap.18.5;γέλωτι συσχεθέντα τελευτῆσαι D.L.7.185
;ἔρωτι συσχεθείς Conon 40.3
;ἄνθρωπος συνεχόμενος ἀπὸ οἴνου LXX Je.23.9
; συνεχομένη τῇ συνειδήσει ib.Wi.17.11.6 constrain, hinder, hold back, E.Rh.59; σύσχῃ τὸν οὐρανόν shut up the heaven, LXX De.11.17; συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ib.Ge.8.2; συνεσχέθη ἡ θραῦσις ἐπάνωθεν Ἰσραήλ the plague was stayed from Israel, ib.2 Ki.24.25: metaph.,ὑπὸ τοῦ γένους A.D.Adv.122.22
, cf. Synt.342.18.9 Gramm., σ. τὸ ἄρθρον to be accompanied by the article, A.D.Synt.35.2, al.II intr., meet, v. supr. 1.1; ; πρός τι to be connected with, S.E.P.1.145.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek