-
41 καθ-υπο-στρέφω
καθ-υπο-στρέφω, verstärktes ὑποστρέφω, Sp.
-
42 καθ-υπο-στιβίζω
καθ-υπο-στιβίζω, = ὑποστιβίζω, Nicol. Dam.
-
43 καθ-υπο-σαίνω
καθ-υπο-σαίνω, verstärktes ὑποσαίνω, τινά, Eumath.
-
44 καθ-υπο-τρέχω
καθ-υπο-τρέχω (s. τρέχω), = ὑποτρέχω, Eumath.
-
45 καθ-υπο-τοπέομαι
καθ-υπο-τοπέομαι, verstärktes ὑποτοπέομαι, E. M.
-
46 καθ-υπο-τάσσω
καθ-υπο-τάσσω, ganz unterordnen, unterwerfen, Schol. Eur. Hipp. 525 u. a. Sp.
-
47 καθ-υπο-φαίνω
καθ-υπο-φαίνω, = ὑποφαίνω, Eust.
-
48 καθ-υπο-ψιθυρίζω
καθ-υπο-ψιθυρίζω, heimlich zuflüstern, Eumath.
-
49 καθ-υπο υργέω
καθ-υπο υργέω, verstärktes ὑπουργέω, Eumath. Ismen. 1 p. 16.
-
50 καθ-υπο-γράφω
καθ-υπο-γράφω, = ὑπ ογράφω, Eust. u. a. Sp.
-
51 καθ-υπο-κρίνομαι
καθ-υπο-κρίνομαι (s. κρίνω), durch Schauspielerkünste täuschen, vom Aeschines, der auf seine Stimme stolz ist, ὡς καϑυποκρινούμενον ὑμᾶς, als werde er euch damit gewinnen, Dem. 19, 337; übertr., καὶ διαφϑείρειν τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Dion. Hal. de vi Dem. 53; übh. sich stellen, so gebärden, als wäre man Etwas, καϑυποκρίνεται Ἐνιπεὺς ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι Luc. D. Mar. 13, 2; τὰ μαντεῖα, bei den Orakeln, die Rolle der Götter spielen, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 26.
-
52 καθ-υπο-ζεύγνῡμι
καθ-υπο-ζεύγνῡμι (s. ζεύγνυμι), unterjochen, Sp.
-
53 καθ-υπο-κλέπτω
καθ-υπο-κλέπτω, verheimlichen, heimlich thun, Eumath.
-
54 καθ-υπο-κλίνω
καθ-υπο-κλίνω, = ὑποκλίνω, Sp.
-
55 καθ-υπο-δύω
καθ-υπο-δύω (s. δύω), im aor. II., sich hinablassen, Eust.
-
56 καθ-υπο-δείκνῡμι
καθ-υπο-δείκνῡμι (s. δείκνυμι), verstärktes ὑποδείκνυμι, Eust.
-
57 καθ-υπο-δέχομαι
καθ-υπο-δέχομαι, aufnehmen, Eumath.
-
58 καθ-υπο-βάλλω
καθ-υπο-βάλλω (s. βάλλω), ganz unterwerfen, Sp.
-
59 καθ-υπ-άρχω
καθ-υπ-άρχω, = ὑπάρχω, Plut. Cic. 23.
-
60 καθ-υπέρτερος
καθ-υπέρτερος, α, ον, der darüber befindliche, obere, höhere, u. übertr., überlegen, ἔστι ϑεοῖς ἔτ' ἰσχὺς καϑυπερτέρα Aesch. Spt. 208; κατυπέρτεροι τῷ πολέμῳ ἐγεγόνεσαν Her. 1, 67; 7, 233; δοκοῠντες τῇ παρούσῃ εὐτυχίᾳ καϑυπέρτεροι γενήσεσϑαι Thuc. 5, 14; Xen. Mem. 4, 6, 14 u. Sp., wie Plut. Pericl. 6. – Her. 4, 199 hat auch einen superl. ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς.
См. также в других словарях:
καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά … Dictionary of Greek
καθ' — καθά , καθά according as indeclform (adverb) καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆθ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆθ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия
ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… … Православная энциклопедия
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Locrian Greek — (Locrian dialect, Greek: Λοκρική διάλεκτος) is one of the ancient Greek dialects, which was spoken by the Locrians in Locris, Central Greece. It is classified as a dialect of Doric Northwest Greek. The Locrians were divided into two, the Ozolian… … Wikipedia
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek