-
1 καθ-υπο-στιβίζω
καθ-υπο-στιβίζω, = ὑποστιβίζω, Nicol. Dam.
См. также в других словарях:
καθυποστιβίζω — (Μ) (επιτατ. τού υποστιβίζω) βάφω το κάτω μέρος και τα γύρω με το χρώμα στίβι* («καθυποστιβισμένος τὼ ὀφθαλμώ», Νικ. Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο στιβίζω «βάφω με το χρώμα στίβι»] … Dictionary of Greek