-
1 καυσόω
A heat, Ptol.Tetr.18:—[voice] Pass., burn with intense heat, 2 Ep.Pet.3.10, 12: generally, to be burnt, PHolm.25.27. -
2 καύστειρα
καύσ-τειρᾰ, fem. of καυστήρ,A burning hot, raging, only as Adj.in gen.,μάχης καυστείρης Il.4.342
, 12.316;καυ στείρης.. καμίνου Nic.Th. 924
: accented καυστειρῆς in good codd. of Hom. and Nic.:—later in the form [full] καυστηρός, Opp.H.2.509, v.l. in Nic.l.c., cf. EM493.44, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καύστειρα
-
3 καυστέον
A one must burn, Dsc. 5.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυστέον
-
4 καυστήρ
A cauterizing apparatus, Hp.Haem.6 (cited as καυτήρ by Gal.19.111); in form καυτήρ, Hippiatr.26, Gal.14.782; on the accent, v. Hdn.Gr.2.922.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυστήρ
-
5 καυστηριάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυστηριάζω
-
6 καυστηρός
A v. καύστειρα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυστηρός
-
7 καύστης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καύστης
-
8 καυστικός
A capable of burning, opp. καυστός ( capable of being burnt),τὸ καυστὸν οὐ καίεται.. ἄνευ τοῦ καυστικοῦ Arist. de An. 417a8
, cf. Ph. 251a16;τὸ πῦρ φύσει κ. Phld.Mus.p.71
K.: [comp] Comp. - ώτερος Arist.PA 648b18: [comp] Sup. - ώτατος Id.Cael. 307a1, Corn.ND32.b corrosive, caustic,δύναμις κ. Dsc. 2.4
([comp] Comp.);φάρμακα κ. Gal.11.754
, Zopyr. ap. Orib.14.57.1.3 of persons, feverish, Hp.Prorrh.1.70; also τὰ κ. inflammatory humours, Id.Epid.4.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυστικός
-
9 καυστός
A burnt, red-hot,καυτὸν μοχλόν E.Cyc. 633
(Scal.for καὶ τὸν): καυστόν, τό, burnt-offering for the dead, Phot.; soκαυτόν Hsch.
; whole burnt-offering, ([place name] Cos); ἀρὴν καυτός ib.1027.9 (ibid.).2 capable of being burnt, opp. ἄκαυστος, Arist.Mete. 387a17, al.; cf. καυστικός: [comp] Comp. - ότερος Thphr.Ign.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυστός
-
10 καυσώδης
καυσ-ώδης, ες,2 = καυματώδης 2,πυρετοί Hp. Aph.4.54
, Coac. 570; κ. ὕδατα, ταρίχη, heating, Id.Aër.7, Diph.Siph. ap.Ath.3.120e; κ. ποιεῖν τὸν στόμαχον Heraclid.Tar. ap. eund.3.79f. Adv. -δῶς Archig.
ap. Gal.12.543.3 Astrol., of signs, causing fevers, Heph.Astr.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυσώδης
-
11 καύσωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καύσωμα
-
12 καύσων
A burning heat, summer heat, Ev.Matt.20.12, Orph.Fr. 264, Luc. Philops.25;καύσωνος ὥρᾳ Diph.Siph.
ap. Ath.3.73a; ἄνεμος καύσων sirocco, LXXJe.18.17, al.; κ. alone, ib.Ju.8.3, Ep.Jac.1.11, Ath.Med. ap.Orib.1.2.13, Ptol.Tetr.85.2 κ. στομάχου heartburn, Dsc.1.22.3 κ. πυρετός, = καῦσος (A) 1, Alex.Trall.Febr.2.II = διψάς 11, Ael.NA6.51, Philum.Ven.20.1. -
13 καῦστρα
καῦσ-τρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καῦστρα
-
14 δαεγώ
-
15 κηώδης
Grammatical information: adj.Meaning: `full of perfume, sweet-smelling' (Ζ 483, after it D. P. 941); through vowel shortening κεώδης καθαρός; κεῶεν ὄζει εὑωδεῖ H.Derivatives: κηώεις (Hom., AP, Nonn.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From *κηϜώδης or *κηϜόεις (with metr. lengthening) from *κῆϜος n. `fire, incense', verbal substantive of the aor. *κῆϜ-αι `burn', s. καίω. Solmsen Unt. 124f., also Schwyzer 527. Diff. Thieme Studien 60. - Beside the s-stem *κῆϜος there is *κηϜίον ( τεῖχος: τειχίον a. o.) in κήϊα and κεῖα καθάρματα H., further a form with l (not an l-stem) in *κηϜαλ-έος \> κηλέος `burning', s. v.; on the suffixes cf. e. g. ἔτος: ἔταλον, ἄγκος: ἀγκάλη. As however καίω derives from *καϜ- \< *ßkh₂u̯-, if it is IE, a phase with ē is impossible. So the etym. is wrong. Can it be based on καυσ-?Page in Frisk: 1,847Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κηώδης
См. также в других словарях:
καυσαέριο — το το σύνολο τών αερίων και τών αιωρούμενων σωματιδίων που είναι προϊόντα τής καύσης πετρελαίου, βενζίνης και άλλων καυσίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ τού ρ. καίω (πρβλ. καύσ η, ε καυσ α) + αέριο] … Dictionary of Greek
καυσαλώνης — καυσαλώνης, ὁ (Μ) αυτός που καίει τα αλώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ τού καίω (πρβλ. καύσ η, ἔ καυσ α) + ἁλώνι] … Dictionary of Greek
καυσοπολίτης — καυσοπολίτης, ὁ (Μ) (ως παρωνύμ. υβριστικό τής φατρίας τών Πρασίνων) αυτός που καίει την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ τού καίω (πρβλ. καύσ η, ε καυσ α) + πολίτης] … Dictionary of Greek
καυσόχειρ — καυσόχειρ, ος, ὁ (Μ) αυτός που έχει καμένο το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ τού καίω (πρβλ. καύσ η, ἔ καυσ α), + χειρ (< χείρ), πρβλ. αριστερό χειρ, αυτό χειρ] … Dictionary of Greek
καυσαλγία — Επώδυνη κατάσταση που ακολουθεί ύστερα από κάκωση των άκρων και χαρακτηρίζεται από δυνατό διαλείποντα πόνο. Η κ. είναι αποτέλεσμα βλάβης κάποιου νευρικού κορμού, ο οποίος έχει άφθονες νευρικές συμπαθητικές ίνες. Σε διάστημα πέντε έως δέκα ημερών… … Dictionary of Greek
καυσόξυλο — και καψόξυλο, το ξύλο που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. καυσ. τού καίω + ξύλο (< ξύλο), πρβλ. μαγιό ξυλο, τηλεγραφό ξυλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
καψαλίζω — 1. καίω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, τό τσουρουφλίζω («να καψαλίσεις την κότα καλά») 2. (για ταριχευμένα ψάρια) ψήνω ελαφρά στη φωτιά για αφαίρεση τού δέρματος («καψαλίζω ρέγγα») 3. (για κομμάτια ψωμιού) πυρώνω ελαφρά μέχρι να… … Dictionary of Greek
μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… … Dictionary of Greek
νήστης — (I) νήστης, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. νήστειρα) αυτός που νηστεύει, νηστευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού νῆστις με κατάλ. της. Ο τ. νήστειρα < νήστης + επίθημα ειρα (πρβλ. λῄστ ειρα, μνήστ ειρα)]. (II) νήστης, ὁ (Α) αυτός που κλώθει, που γνέθει. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πριστικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το σ βλ. πρίω) + κατάλ. τικός (πρβλ. καυσ τικός)] … Dictionary of Greek
σβεστήρας — ο / σβεστήρ, ῆρος, ΝΑ, και εσφ. τ. σβυστήρας νεοελλ. 1. πυροσβεστήρας 2. σβηστήρι, γομολάστιχα αρχ. (για πρόσ.) αυτός που σβήνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα τήρ (πρβλ. καυσ τήρ)] … Dictionary of Greek