Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καυσ-

См. также в других словарях:

  • καυσαέριο — το το σύνολο τών αερίων και τών αιωρούμενων σωματιδίων που είναι προϊόντα τής καύσης πετρελαίου, βενζίνης και άλλων καυσίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ τού ρ. καίω (πρβλ. καύσ η, ε καυσ α) + αέριο] …   Dictionary of Greek

  • καυσαλώνης — καυσαλώνης, ὁ (Μ) αυτός που καίει τα αλώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ τού καίω (πρβλ. καύσ η, ἔ καυσ α) + ἁλώνι] …   Dictionary of Greek

  • καυσοπολίτης — καυσοπολίτης, ὁ (Μ) (ως παρωνύμ. υβριστικό τής φατρίας τών Πρασίνων) αυτός που καίει την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ τού καίω (πρβλ. καύσ η, ε καυσ α) + πολίτης] …   Dictionary of Greek

  • καυσόχειρ — καυσόχειρ, ος, ὁ (Μ) αυτός που έχει καμένο το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ τού καίω (πρβλ. καύσ η, ἔ καυσ α), + χειρ (< χείρ), πρβλ. αριστερό χειρ, αυτό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • καυσαλγία — Επώδυνη κατάσταση που ακολουθεί ύστερα από κάκωση των άκρων και χαρακτηρίζεται από δυνατό διαλείποντα πόνο. Η κ. είναι αποτέλεσμα βλάβης κάποιου νευρικού κορμού, ο οποίος έχει άφθονες νευρικές συμπαθητικές ίνες. Σε διάστημα πέντε έως δέκα ημερών… …   Dictionary of Greek

  • καυσόξυλο — και καψόξυλο, το ξύλο που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. καυσ. τού καίω + ξύλο (< ξύλο), πρβλ. μαγιό ξυλο, τηλεγραφό ξυλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • καψαλίζω — 1. καίω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, τό τσουρουφλίζω («να καψαλίσεις την κότα καλά») 2. (για ταριχευμένα ψάρια) ψήνω ελαφρά στη φωτιά για αφαίρεση τού δέρματος («καψαλίζω ρέγγα») 3. (για κομμάτια ψωμιού) πυρώνω ελαφρά μέχρι να… …   Dictionary of Greek

  • μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… …   Dictionary of Greek

  • νήστης — (I) νήστης, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. νήστειρα) αυτός που νηστεύει, νηστευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού νῆστις με κατάλ. της. Ο τ. νήστειρα < νήστης + επίθημα ειρα (πρβλ. λῄστ ειρα, μνήστ ειρα)]. (II) νήστης, ὁ (Α) αυτός που κλώθει, που γνέθει. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πριστικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το σ βλ. πρίω) + κατάλ. τικός (πρβλ. καυσ τικός)] …   Dictionary of Greek

  • σβεστήρας — ο / σβεστήρ, ῆρος, ΝΑ, και εσφ. τ. σβυστήρας νεοελλ. 1. πυροσβεστήρας 2. σβηστήρι, γομολάστιχα αρχ. (για πρόσ.) αυτός που σβήνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα τήρ (πρβλ. καυσ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»