-
1 καυστήρ
καυστήρcauterizing apparatus: masc nom sg -
2 καυστήρ
A cauterizing apparatus, Hp.Haem.6 (cited as καυτήρ by Gal.19.111); in form καυτήρ, Hippiatr.26, Gal.14.782; on the accent, v. Hdn.Gr.2.922.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυστήρ
-
3 καυστήρων
καυστήρcauterizing apparatus: masc gen pl -
4 καυστήρα
-
5 καυστῆρα
-
6 καυστήρας
-
7 καυστῆρας
-
8 καυστήρες
-
9 καυστῆρες
-
10 καυστήρι
-
11 καυστῆρι
-
12 καυστήρος
-
13 καυστῆρος
-
14 καυστήρσι
-
15 καυστῆρσι
-
16 καυστήρσιν
-
17 καυστῆρσιν
-
18 καύστειρα
καύσ-τειρᾰ, fem. of καυστήρ,A burning hot, raging, only as Adj.in gen.,μάχης καυστείρης Il.4.342
, 12.316;καυ στείρης.. καμίνου Nic.Th. 924
: accented καυστειρῆς in good codd. of Hom. and Nic.:—later in the form [full] καυστηρός, Opp.H.2.509, v.l. in Nic.l.c., cf. EM493.44, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καύστειρα
-
19 καυτήρ
II v. καυστήρ. -
20 καυστηριάζω
καυστηριάζω (καυτήρ ‘burner’ Pind., P. 1, 95, also καυστήρ) pf. pass. ptc. κεκαυστηριασμένος (Strabo 5, 1, 9 ed. GKramer [1844] v.l.; Leontius 40 p. 79, 9; perh. BGU 952, 4.—καυτηριάζω in Hippiatr. 1, 28 vol. I p. 12, 4) ‘brand with a red-hot iron’ (Strabo), sear fig., pass. κεκαυστηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν seared in their own consciences 1 Ti 4:2 (v.l. κεκαυτηριασμένων; schol. on Lucian 137, 11 Rabe is dependent on this; the imagery suggests crime published w. a branding mark on the perpetrator: Straub 20f).—DELG s.v. καίω 5. M-M. TW.
См. также в других словарях:
καυστήρ — καυστήρ, ῆρος, ἡ (Μ) [καίω] (ως θηλ. αντί τού καύστειρα*) σφοδρή («τῆς καυστῆρος μάχης βασανισθέντες οἱ βάρβαροι», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek
καυστήρ — cauterizing apparatus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρα — καυστήρ cauterizing apparatus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρας — καυστήρ cauterizing apparatus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρες — καυστήρ cauterizing apparatus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρι — καυστήρ cauterizing apparatus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρος — καυστήρ cauterizing apparatus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρσι — καυστήρ cauterizing apparatus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρσιν — καυστήρ cauterizing apparatus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστήρων — καυστήρ cauterizing apparatus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek