Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καυλικός

См. также в других словарях:

  • καυλικός — καυλικός, ή, όν (Α) [καυλός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καυλό …   Dictionary of Greek

  • καυλικοί — καυλικός like a stalk masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλικῇ — καυλικός like a stalk fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»