-
1 κατεστραφατο
-
2 κατεστράφατο
A v. καταστρέφω. [full] κατέσχεθον, v. κατέχω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεστράφατο
-
3 κατεστράφατο
καταστρέφωturn down: plup ind mp 3rd pl (epic ionic) -
4 κατα-στρέφω
κατα-στρέφω, 1) umkehren, umwenden; H. h. Apoll. 73; Sotad. bei Ath. VII, 293 e; vom Pflügen des Ackers, Xen. Oec. 17, 10; umstürzen, hinstürzen, εἰκόνας D. L. 5, 82; vom Ringer, Lucill. (XI, 163); zerstören, τὰ προάστεια ὑπὸ τοῦ στρατοῦ κατέστραπτο Hdn. 8, 4, 22; τὸν στέφανον κατεστραμμένον Plut. Brut. 39; κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανϑρωπίαν, zurückwenden, Aesch. 2, 39. – 2) hinwenden; ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν Aesch. Pers. 773; endigen, beschließen, besonders κατέστρεψε τὸν βίον, Plut. Thes. 19; Ael. H. A. 13, 21; βιοὺς δ' ἔτη ἐνενήκοντα κατέστρεψε τοῦ ζῆν D. L. 8, 78; häufig ohne Zusatz, κατέστρεψεν αἷμα ταύρειον πιών, er endigte sein Leben, Plut. Them. 31, öfter, wie a. Sp., z. B. Arr. An. 7, 3, 1 Hdn. 5, 8, 19; intrans., ἤδη τῆς ἡμέρας καταστρεφούσης Plut. Sull. 29; εἴς τι, in Etwas endigen, mit Etwas aufhören, Alciphr. 3, 70; Plut.; ἡ Ἀράτου σύνταξις ἐπὶ τούτους καταστρέφει τοὺς καιρούς, hört mit dieser Zeit auf, Pol. 4, 2, 8; vgl. D. Sic. 14, 84; trans., καταστρέφειν τὴν βίβλον, das Buch beendigen, Pol. 3, 118, 10, τοὺς λόγους 23, 9, 4, öfter; Din. 1, 32 οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὡς τἀναντία γίνεσϑαι τοῖς προςδοκωμένοις, das Schicksal wandte Alles so. – 3) Med. Andere sich unterwerfen, unterjochen, zwingen; κατεστρέφοντο τὴν ἄλλην Μακεδονίην Her. 8, 138; τοὺς μὴ τὰ σὰ φρονέοντας ῥηϊδίως καταστρέψεαι 9, 2, öfter; Thuc. 3, 13. 4, 65; Xen. Cyr. 1, 5, 2; Folgde, wie Pol. 1, 6, 7; – ἀκούειν.σου κατέστραμμαι τάδε Aesch. Ag. 930, ich bin gezwungen; so pass. κατεστράφατο, ion. = κατεστραμμένοι ἦσαν, Her. 1, 141, vgl. 1, 68 u. Thuc. 5, 29; τὰ κατεστραμμένα ἔϑνη, die unterworfenen, Xen. Cyr. 8, 6, 1; aber act. ταύτῃ χρησάμενος τῇ γνώμῃ πάντα κατέστραπται καὶ ἔχει Dem. 4, 6; Isocr. 5, 21; Xen. Hell. 5, 2, 8. – Der aor. κατεστράφϑησαν mit der v. l. κατεστράφησαν Her. 1, 130. – Κατεστραμμένη λέξις, periodischer Ausdruck mit verschlungenen Sätzen, Ggstz εἰρομένη, Arist. rhet. 3, 9.
-
5 καταστρεφω
1) загибать вниз(κέρατα κατεστραμμένα Arst.)
2) переворачивать вниз, опрокидывать, валить(τὰς εἰκόνας Diog.L.; τὰς τραπέζας καὴ τὰς καθέδρας NT.; ὄστρακον κατεστραμμένον Arst.)
3) (тж. κ. εἴσω Plut.) поворачивать внутрь(βώλους, ἃς ἀνίστησι τὸ ἄροτρον Plut.)
τὸ σπέρμα κ. Xen. — заделывать (в землю) семя4) накручивать, натягивать(χορδαὴ κατεστραμμέναι Arst.)
5) закруглять(ἥ λέξις κατεστραμμένη ἥ ἐν περιόδοις, sc. ἐστίν Arst.)
6) ставить вверх дном(τέν πόλιν Arph.)
7) развертывать до конца, т.е. кончать(λόγους, τήν βίβλον ἐπί τινος Polyb.; τὸν βίον Plut. и τοῦ ζῆν Diog.L.)
ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν ; Aesch. — к чему ты клонишь свою речь?;καταστρέψαι τοὺς λόγους εἴς τι Aeschin. — закончить свою речь чем-л.8) подходить к концу, кончаться(τοῦ ἐνιαυτοῦ καταστρέφοντος Plut.)
9) заканчиваться (чем-л.), переходить(εἰς ταὐτόν Arst.; εἰς γάμον Plut.)
10) кончать свою жизнь, погибать(ὑπὸ τῶν πολεμίων Plut.)
11) преимущ. med. подчинять, покорять(τέν ἄλλην Μακεδονίην Her.; τὰς νήσους Thuc.; τέν Ἰουδαίαν Plut.)
ὡς οἱ Λυδοὴ τάχιστα κατεστράφατο ὑπὸ Περσέων Her. — как только лидийцы были покорены персами12) заставлять, принуждать
См. также в других словарях:
κατεστράφατο — καταστρέφω turn down plup ind mp 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)