-
1 κατά-στασις
κατά-στασις, ἡ, 1) trans., das Hinstellen, Festsetzen, anordnen; χορῶν Aesch. Ag. 23, wie Ar. Thesm. 958; Einsetzung, Bestallung zu einem Amte, ἡ ἐκλογὴ καὶ κατάστασις τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων Plat. Rep. III, 414 a, δικαστῶν IV, 425 d, ἀρχῶν Legg. V, 735 a; Arist. pol. 4, 15 u. öfter; αἱ περὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς καταστάσεις Plat. Legg. VI, 768 d; absol., μετὰ τὴν κατάστασιν ϑύσας τοῖς ϑεοῖς, nach Antritt des Amtes, Pol. 3, 88, 7. – In Athen noch bes. die Wahl eines Bürgers zum Reiterdienst, und das ihm aus der Staatskasse zur Ausrüstung gegebene Geld, κατάστασιν ἀναπράττεσϑαι Lys. 16, 6, παραλαβεῖν ibd. 7; vgl. Harpocr. u. Herm. griech. Staatsalterth. §. 152; für den Sold der Ritter in Friedenszeit nimmt es Böckh Staatshaush. I p. 269; B. A. 270, 33 steht ἡ ὑπὸ τῆς βουλῆς τῶν ἱππέων δοκιμασία κατάστασις ἐλέγετο. – Einführung fremder Gesandten in die Volksversammlung, Hdn. 3, 46. 8, 141. 9, 9; – ἐγγυητῶν, das Bürgenstellen, Dem. 24, 103; – das An-, Auf-, Zurückhalten, Unterdrücken, Hemmen, Stillen, Hippocr.; ἔστω δὲ πράϋνσις κατάστασις καὶ ἠρέμησις ὀργῆς Arist. rhet. 2, 3; vgl. Plat. defin. 412 d. – Bei den Rednern constitutio causae. – 2) intrans., Zustand, Beschaffenheit, Stand u. Lage der Dinge; νυκτὸς ἐν καταστάσει, zur Nachtzeit, Eur. Rhes. 111; ἐχρᾶτο δὲ καταστάσει πρηγμάτων τοιῇδε Her. 2, 173; ὅσα ἐν ἀνϑρώπου φύσι καὶ καταστάσι ἐγγίνεται 8, 83; τοιαύτης καταστάσεως ἐπιϑυμεῖν Isocr. 4, 115; τὴν ὑπάρχουσαν περὶ Μακεδόνας τότε καὶ τοὺς Ἕλληνας κατάστασιν, die Lage u. Verhältnisse der Macedonier u. Griechen, Pol. 2, 71, 2; Staatsverfassung, πόλιος Her. 5, 92; πολιτείας Plat. Legg. VIII, 832 d; πόλεως Rep. IV, 426 c; Xen. Hell. 2, 3, 17; ἡλικίας Hyperid. Stob. fl. 74, 33. – Von Krankheitszuständen, Medic.
-
2 προ-κατά-στασις
προ-κατά-στασις, ἡ, vorgängige Einrichtung, Vorbereitung, D. Hal., bes. Rhett., wie Hermog. invent. 2, 1, λόγος ἐν βραχεῖ τὰ ἐν τῇ καταστάσει μηνύων περιεχόμενα, u. öfter bei Scholl.
-
3 παρα-κατά-στασις
παρα-κατά-στασις, = παρακαταβολή; B. A. 290, 19; Phot.
-
4 συγ-κατά-στασις
συγ-κατά-στασις, ἡ, das Zusammengerathen zum Kampf, τῶν ϑηρίων, der Kampf mit Thieren, Pol. 4, 8, 9.
-
5 συν-απο-κατά-στασις
συν-απο-κατά-στασις, ἡ, das gemeinschaftliche Einsetzen, Schol. Plat. Rep. VIII, 381.
-
6 δυς-απο-κατά-στασις
δυς-απο-κατά-στασις, ἡ, Schwierigkeit der Herstellung, Galen.
-
7 ἀπο-κατά-στασις
ἀπο-κατά-στασις, ἡ, das Zurückversetzen in einen früheren Zustand, Wiederherstellung, von Geiseln, Pol. 3, 99 (so τοῦ σώματος Dion. Hal. 10, 8); τῶν τιμῶν 28, 10, u. öfter; πάντων, Wiederbringung aller Dinge, N. T.; ἀστέρων, Wiederkehr der Gestirne auf denselben Ort, dieselbe Constellation, Axioch. 370 b; Plut. Fac. orb. lun. 24; vgl. Caes. 59.
-
8 ἀντι-κατά-στασις
ἀντι-κατά-στασις, ἡ, Aufstellung an eines Andern Statt; das Entgegenstellen, bes. in der Rede vor Gericht, Pol. 4, 47; Einwand, Ios.
-
9 ὑπο-κατά-στασις
ὑπο-κατά-στασις, ἡ, Substitution, erst Sp.
-
10 στάσις
A placing, setting, (sc. δικτύων) X.Cyn.2.8, 9.16;τῶν κλιμάκων Plb.5.60.7
; erection of a statue,εἰκόνος IG7.411.34
(Oropus, ii B.C.); στήλης ib.22.654.59 (iii B.C.), 11(4).1023 (Delos, iii B.C.).3 erection, building, PPetr.3p.139 (iii B.C., pl.); = ἐργαστήριον, Hsch.; so perh. in BGU1122.18, 21 (i B.C.).II (ἵστημι A.
IV) weighing,αὕτη 'στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις Ar.Ra. 1401
; A 28 (Delph., iv B.C.); στάσις μισθοῦ the paying of the doctor's fee, Hp. Praec.4;ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων.. ἐπιλυθῆμεν τοὺς ἐρρυτιασμένους στάσι IG42(1).77.13
(Troezen, ii B.C.).B ([etym.] ἵσταμαι) standing, stature, A.Eu.36 (marg.M βάσιν); standing still, stationariness, defined as ἀπόφασις τοῦ ἰέναι, Pl.Cra. 426d; opp. φορά, κίνησις, ib. 437a, 438c, Sph. 250a, 251d, Arist.Metaph. 1025b21, al.; rest, as a category of the intelligible, Plot.6.2.8; opp. ἠρεμία, Id.6.3.27; ὀμμάτων στάσιες fixed stare, Hp.Acut. (Sp.) 6; σ. ὤτων pricking of the ears, Poll.5.61; σ. τῆς γαστρός constipation, Orib.inc. 13.6; [ τοῦ αἵματος] sluggishness, Hp.Acut. (Sp.) 7; τοῦ ἀέρος,= νηνεμία, Thphr.Vent.18, Gal.9.908.2 the place in which one stands or should stand, position, posture, station,ἔχοντες σ. ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν Hdt.9.21
; λέβης.. φυλάσσων τὴν ὑπὲρ πυρὸς ς. A.Fr.1; ἰδέσθαι.., τίν' ἔχει ς. E.Fr. 308 (anap.), cf. Ar.Pl. 954;τὴν 'ινοῦς σ. ἑστάναι E.Ba. 925
; τῆς αὐτῆς ἠξιοῦτο ς. D.19.272; σ. ἵππων,= ἱππόστασις, σταθμός, stable, stall, E.Fr. 442;ὄνων ἵππων τε στάσεις Ephipp.18
;τῆς σ. παρασύρων.. τὰς δρῦς Ar.Eq. 527
; κατὰ τὴν σ. δὴ στάντες standing each in his place, Antid.2; of military formation, κατάπυκνος ς. close order, Ascl.Tact.5.1; row,ἀμπέλων Tab.Heracl.2.77
, al., cf. BGU1122.18,21 (i B.C., unless in signf. A. 1.3).b position in relation to the compass,ἡ σ. ἤλλακτο τῶν ὡρέων Hdt.2.26
; ἡ σ. τοῦ νότου καὶ τῆς μεσαμβρίης ibid.; setting of a wind from a quarter, τῶν ἐτησίων ἤδη στάσιν ἐχόντων having set in, Plb.5.5.3; γίνεταί τις ἀνέμου ς. Id.1.48.2, cf. Arist.Mete. 362b33, Thphr.Sign.35 (pl.); v. infr. 111.4.c of planetary connexion, Vett.Val.38.17.d metaph., from a boxer's position, ὥσπερ.. ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς σ. ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς.. ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς σ. ( τάξεως codd., but cf. Quint.Inst.3.6.3)αὐτῷ μάχεσθε Aeschin.3.206
: hence, position taken up by a litigant (esp. defendant), Cic. Top.25.93;ἐπ' ἀδίκου σ. ἱστάμενος PRein.18.16
(ii B.C.); issue, σ. ὁρική, νομική, λογική, etc., Hermog.Stat.2, cf. Syrian. in Hermog.2.55 R.3 position, state, condition of a person,ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι Pl.Phdr. 253d
; esp. of moral, social, political position,μειρακιώδης Plb.10.33.6
;ἰδιώτου Epict.Ench.48
;φιλοσόφου Arr.Epict.3.15.13
; σ. ἔχειν ἐν τῷ βίῳ ib.1.21.1; state of affairs, Ostr.1151.3 (iii A.D.);ἡ σ. τῆς νόσου Hp.Dieb.Judic.10
, cf. Mochl. 21 (pl.).4 στάσις μελῶν, expld. by Sch. as = στάσιμον (q.v.), Ar. Ra. 1281.III esp. party formed for seditious purposes, faction, Thgn.51, Hdt.1.59,60; ἐπεκράτησε τῇ στάσι ib. 173; αἱ τῶν Μεγαρέων ς. Th.4.71.2 faction, sedition, discord, Thgn.781, Sol.4.19, Democr.245, Th.2.65;οἴκων Pi.N.9.13
, al., cf. Hdt.5.28, al.;σ. ἀντιάνειρα Pi.O.12.16
; σκεπτομένων πόθεν ἡ ς. how the row began, Batr.135; στάσις ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο a contest, A.Pr. 202;ὅστις.. στάσιν ποιέοι περὶ γαδαισίας Berl.Sitzb. 1927.8
([dialect] Locr., v B.C.);εἰς λόγου στάσιν ἐπελθών S.Tr. 1180
;σ. γλώσσης Id.OT 634
;στάσει νοσοῦσα πόλις E.HF34
;τὰς σ. ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.79
;στάσεις παύω X.Mem.4.6.14
; ;πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν X.Mem.4.4.11
;τὴν πόλιν εἰς στάσεις κατέστησαν Lys.25.26
;κατὰ στάσιν ἀποκτείνειν Id.30.13
; opp. πόλεμος, Pl.R. 470b, cf. Phd. 66c, Sol. l.c.;στάσεις καὶ διαστάσεις Arist.Pol. 1296a8
.3 division, dissent,στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; οὐδ' ἔνι ς. there's no disputing it, A.Pers. 738 (troch.).4 metaph., τὰν ἀνέμων ς. Alc.18 (unless in signf. B.1.2b);ἀνέμων πνεύματα.. στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1087
(anap.); σ. κυμάτων Ach. Tat.3.2.IV στάσεις,= τὰ πεφυκότα σπέρματα, Ar.Fr. 859. -
11 στάσις
στάσις, ἡ, 1) das Stellen, Feststellen, Sp. – 2) das Stehen; – a) das Feststehen, Ggstz der Bewegung, ἡ στάσις ἀπόφασις τοῠ ἰέναι βούλεται εἶναι, Plat. Crat. 426 d; Festigkeit, Soph. 249 b; neben βάσις, im Ggstz von φορά, Crat. 437 a; von κίνησις, 251 d; τῆς αὐτῆς στάσεως ἠξιοῠτο τό τε ἀριστεῖον τῆς ϑεοῠ καὶ αἱ τιμωρίαι, Dem. 19, 272; μονὴν καὶ στάσιν ἔχειν, Pol. 4, 41, 4; die Stellung, der Ort, wo man steht, der Standort, ἔχοντες στάσιν ταύτην, ἐς τὴν ἔστημεν, Her. 9, 21. 48; bes. der Ort, Punkt, wo die Himmelsgegenden gelegen sind, στάσις τῶν ὡρέων, τοῠ νότου, τῆς μεσαμβρίης, 2, 26; der Stand, ὡς μήτε σώκειν μήτε μ' ἀκταίνειν στάσιν, Aesch. Eum. 36; τῆς στάσεως παρασύρων, Ar. Equ. 525; des Netzes, Xen. Cyn. 9, 16. – b) der Zustand, die Lage, in der man sich befindet, ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν, Plat. Phaedr. 253 d; κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς στάσιν ἔμενον, Pol. 2, 68, 7, u. öfter; auch ἀνέμου, Richtung des Windes, 1, 48, 2 u. sonst; – στάσις μελῶν, s. στάσιμος. – c) bes. der Aufstand, Aufruhr, das gesetzwidrige Zusammentreten Mehrerer zu gewaltsamer Durchsetzung ihres politischen Zweckes, Faktion im Staate; ἀντιάνειρα, Pind. Cl. 12, 16, das feindliche einander Gegenüberstehen, der Zwist; Theogn. 51. 779; Her. 1, 39. 60. 173 u. öfter; στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροϑύνετο, Aesch. Prom. 200, vgl. Pers. 184 Eum. 933; auch ἐς λόγου στάσιν ἐπελϑεῖν, Wortstreit, Soph. Trach. 1169; στάσει νοσοῠσαν πόλιν, Eur. Hero. Für. 34, u. öfter; Ar. Ran. 359; Thuc. 1, 2. 2, 20 u. öfter; auch die aufrührerische Partei selbst, αἱ τῶν Μεγαρέων στάσεις φοβούμεναι, οἱ μέν –, οἱ δέ –, 4, 71; nach Plat. στάσις ἡ τοῠ φύσει συγγενοῠς διαφορά, Soph. 228 a, vgl. Rep. V, 470 b ἐπὶ τῇ τοῠ οἰκείου ἔχϑρᾳ στάσις κέκληται; neben ἔχϑρα, Polit. 306 b; πόλεμοι καὶ στάσεις, Phaed. 66 c; ἢ φίλους ἢ πόλιν εἰς στάσεις ἐμβάλλειν, Xen. Mem. 4, 6, 14; ἐμφύλιος στάσις καὶ ταραχή, Pol. 1, 71, 7; ἡ πρὸς ἀλλήλους φιλοτιμία καὶ στάσις, 4, 87, 9; ἡ ἐν ἀλλήλοις διαφορὰ καὶ στάσις, 6, 44, 6; στάσεις ποιεῖσϑαι πρός τινα, Isocr. 4, 79, Faktionen machen. – Allgemein, die Schaar, Aesch. Ch. 112. 451 Eum. 301. – 3) das Wägen, Abwiegen, μισϑοῠ, das Bezahlen des Lohnes, Hippocr.
-
12 περί-στασις
περί-στασις, ἡ, das Herumstehen, die Umgebung, der Ort oder die Gegend, wovon man umgeben ist, worin man lebt, auch die Umstehenden, der Volkshaufe, ἡ ἔξω περ., Pol. 18, 36, 11; Theophr. char. 8. – Gew. die äußeren Umstände; Pol. 1, 32, 3; ἐπὶ παντὸς καιροῠ καὶ περιστάσεως, 1, 35, 10; ἐπ' ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν, 4, 67, 4, d. i. im Kriege und im Frieden; ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περ., Beschaffenheit, 3, 84, 2; καυματώδης, χειμέριος, D. Sic. 4, 22. 13, 83; bes. aber im schlimmen Sinne, Noth, Gefahr, oft bei Pol., π ολλοὺς καιροὺς καὶ περιστάσεις ἔχοντες 4, 32, 2, ἀόρατοι παντὸς κακοῠ καὶ πάσης περιστάσεως 2, 21, 2, ἀπολελύσϑαι τῆς περιστάσεως, von der Gefahr befrei't sein, 10, 14, 5; ἐν περιστάσει τοιαύτῃ, Luc. mort. Peregr. 18. – Auch Umstände, die man macht, Zurüstungen, prunkhafte Umgebungen; μεγαλομερής, Pol. 32, 12, 3; βίου, 3, 98, 2; a. Sp., wie Plut.
-
13 κατάστασις
I trans., settlement, establishment, institution,χορῶν A.Ag.23
, cf. Ar. Th. 958;πραγμάτων ἀρχὴ καὶ κ. πρώτη D.18.188
; αὕτη ἡ κ. τῆς δημοκρατίας mode of establishing democracy, Pl.R. 557a; ἐπιτροπῆς κ. constitution of a wardship, Arist.Ath.56.6: also c. gen. agentis, δαιμόνων κ. their ordinance, decree, E.Ph. 1266.2 appointment of magistrates, ἀρχόντων, δικαστῶν, etc., Pl.R. 414a, 425d;τῶν τετρακοσίων Arist.Ath.41.2
, etc.;αἱ περὶ τὰς ἀρχὰς κ. Pl. Lg. 768d
.b at Athens, payment on enrolment in the cavalry, Eup. 268, Pl.Com.165, Lys.16.6 (pl.).3 bringing of ambassadors before the senate or assembly, introduction, presentation, Hdt.3.46, 8.141, 9.9.4 κ. ἐγγυητῶν bringing one's bail forward, D.24.83,84; ἐμφανῶν production of goods, etc., in dispute, Id.53.14, Arist.Ath.56.6, Is.6.31.5 pleading of a case,τὰ πρὸς τὴν κ. δικαιώματα PPetr.3p.55
(iii B.C.), cf. PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.; opp. ἀφήγησις, Aps.p.251 H.; opp. διήγησις, Corn.Rh.p.371 H., cf. Syrian.in Hermog.2.64R.;αἱ κ. τῶν δημηγοριῶν Arist.Rh.Al. 1438a2
; f.l. for προκατάστασις, Hermog.Inv.2 tit.6 settling, quieting, calming,εἰς ἠρεμίαν καὶ κ. ἐλθεῖν Arist.Ph. 247b27
; ἔστω πράϋνσις κ. καὶ ἠρέμισις (- ησις codd.) ;πρᾳότης κ. κινήσεως τῆς ὑπ' ὀργῆς Pl.Def. 412d
;κατάστασιν ὥσπερ ἐκ μανίας ὁ πότος ἐλάμβανεν Plu.2.704e
; opp. μανία, S.E.M.7.404: hence, of disease, opp. παροξυσμός, Hp.Aph.1.12 (pl.), Epid.1.25 (pl.).7 restoration, opp. διαφθορά, Pl.Phlb. 46c; εἰς δέ γε τὴν αὑτῶν φύσιν ὅταν καθιστῆται, ταύτην αὖ τὴν κ. ἡδονὴν ἀπεδεξάμεθα ib. 42d; [ἡ ἡδονὴ] κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arist.Rh. 1369b34
.8 rarely, setting of fractures, Hp.Fract.31, cf. Gal.18(2).590.II intr., standing firm, settled condition, fixedness,κ. γένοιτ' ἂν οὐδενὸς νόμου S.Aj. 1247
.2 state, condition, οὕτω δὴ ἀνθρώπου κ. so is the condition of man, Hdt.2.173;ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι Id.8.83
;ἡ αὐτὴ κ. ἐστι τῇ πρὸ τῆς γενέσεως ἡ μετὰ τὴν τελευτήν Epicur.Fr. 495
; of climatic and seasonal conditions, Hp.Epid.1.3,20;αἱ κ. τοῦ ἐνιαυτοῦ Id.Aph.3.15
;ἀέρος Thphr.HP8.8.7
;λοιμικὴ κ. Plb.1.19.1
, Dsc. 4.115 (pl.); νηνεμία καὶ κ. settled weather, Plu.2.281b;θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc.Halc.4
;κ. τοῦ χρώματος καὶ σώματος Hp.Prorrh.2.4
; κ. ὀμμάτων, προσώπου, E.Med. 1197, Plu.2.260c;κ. κακῶν E.Hipp. 1296
; νυκτὸς ἐν κ. in the stillness of night, Id.Rh. 111; ἐν τοιαύτῃ κ. τῆς ἡλικίας at such a mature age, Hyp.Fr. 205;τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν κ. ἄγειν Pl.R. 547b
;οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει κ. Arist.HA 601b7
; equiv. to διάθεσις, Id.Rh. 1370a2; state of affairs, Isoc.4.115, D.18.62, Plb.2.71.2; also τὴν προσήκουσαν ἔχειν κ. the proper attitude, Carneisc. Herc.1027.10.3 settled order or method, system,ἀπὸ φύσιος καὶ κ. ἀρχαίης Democr.278
; esp. of political constitutions,ἐχρᾶτο καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε Hdt.2.173
;Κορινθίοισι ἦν πόλιος κ. τοιήδε Id.5.92
.β; ἡ κ. τῆς πόλεως Pl.R. 426c
;κ. πολιτείας Id.Lg. 832d
, Arist.Ath.42.1; λέγεις δὲ.. τὴν ποίαν κ. ὀλιγαρχίαν; Pl.R. 550c;ἡ παροῦσα κ. Isoc.3.55
, cf. 26, Arist.Pol. 1292a35;τῆς περὶ τοὺς ἀγῶνας κ. CIG2741
([place name] Aphrodisias);ἡ πρώτη κ. τῶν περὶ τὴν μουσικὴν ἐν τῇ Σπάρτῃ Plu.2.1134b
.5 Gramm., construction,ἡ δέουσα κ. A.D. Synt.132.3
(but τῆς κ. οὕτως ἐχούσης the state of the case being as follows, Id.Adv.157.1).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστασις
-
14 κατάστασις
κατά-στασις, ἡ, (1) trans., das Hinstellen, Festsetzen, anordnen; Einsetzung, Bestallung zu einem Amte; absol., μετὰ τὴν κατάστασιν ϑύσας τοῖς ϑεοῖς, nach Antritt des Amtes. In Athen noch bes. die Wahl eines Bürgers zum Reiterdienst, und das ihm aus der Staatskasse zur Ausrüstung gegebene Geld, κατάστασιν ἀναπράττεσϑαι; Sold der Ritter in Friedenszeit. Einführung fremder Gesandten in die Volksversammlung; ἐγγυητῶν, das Bürgenstellen; das An-, Auf-, Zurückhalten, Unterdrücken, Hemmen, Stillen. Bei den Rednern constitutio causae. (2) intrans., Zustand, Beschaffenheit, Stand u. Lage der Dinge; νυκτὸς ἐν καταστάσει, zur Nachtzeit; τὴν ὑπάρχουσαν περὶ Μακεδόνας τότε καὶ τοὺς Ἕλληνας κατάστασιν, die Lage u. Verhältnisse der Macedonier u. Griechen; Staatsverfassung. Von Krankheitszuständen, Medic. -
15 καταστασις
- εως ἥ1) установление, учреждение, устроение(χορῶν Aesch.)
2) назначение или избрание(τῶν ἀρχόντων τε καὴ φυλάκων, δικαστῶν Plat.; τῶν βασιλέων Plut.)
αἱ περὴ τὰς ἄλλας ἀρχὰς καταστάσεις Plat. — назначения на другие руководящие посты;μετὰ τέν κατάστασιν Polyb. — после вступления в должность3) постановление, решение(δαιμόνων Eur.)
4) прием послов, аудиенция5) юр. представление (суду)(ἐγγυητῶν Dem.)
— предъявление (ἐμφανῶν Dem.)6) успокаивание, останавливание(τῆς ὀργῆς Plat., Arst.)
7) спокойствие, покой(εἰς κατάστασιν ἐλθεῖν, μετὰ συννοίας καὴ καταστάσεως Arst.)
8) восстановлениеἐν τῇ καταστάσει ἢ τῇ διαφθορᾷ Plat. — в процессе восстановления или распада;
κ. εἰς τέν ὑπάρχουσαν φύσιν Arst. — восстановление естественного состояния9) нормальное душевное состояниеἐν καταστάσει Sext. — (находясь) в здравом уме
10) постоянство, устойчивость, твердость(νόμου Soph.)
11) положение, состояние, свойство(φύσεως Arst.; ἀνθρώπου φύσις καὴ κ. Her.)
ἥ ὑπάρχουσα περὴ Μακεδόνας κ. Polyb. — положение македонян;θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc. — замечательно ясная погода;νυκτὸς ἐν καταστάσει Eur. — ночною порой;οὐκ ὀμμάτων δῆλος ἦν κ. Eur. — (ее) глаз нельзя было узнать12) степень, характер(κακῶν Eur.)
13) устройство, организация(τῆς δημοκρατίας, πολιτείας Plat.)
14) ( в афинской коннице) отпущенные на экипировку воина деньги, амуниционная суммаοἱ ἔχοντες τὰς καταστάσεις Lys. — (афинские граждане), получившие амуниционные суммы
-
16 ἀντικατάστασις
ἀντι-κατά-στασις, Aufstellung an eines andern Statt; das Entgegenstellen, bes. in der Rede vor Gericht; Einwand -
17 ἀποκατάστασις
ἀπο-κατά-στασις, das Zurückversetzen in einen früheren Zustand, Wiederherstellung, von Geiseln; πάντων, Wiederbringung aller Dinge; ἀστέρων, Wiederkehr der Gestirne auf denselben Ort, dieselbe Konstellation -
18 δυςαποκατάστασις
δυς-απο-κατά-στασις, ἡ, Schwierigkeit der Herstellung -
19 προκατάστασις
προ-κατά-στασις, ἡ, vorgängige Einrichtung, Vorbereitung -
20 συγκατάστασις
συγ-κατά-στασις, ἡ, das Zusammengeraten zum Kampf, τῶν ϑηρίων, der Kampf mit Tieren
См. также в других словарях:
μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά … Dictionary of Greek
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… … Православная энциклопедия
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
«АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром … Православная энциклопедия
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… … Dictionary of Greek
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek
στασίδι — Ξύλινο ψηλό κάθισμα που βρίσκεται στους ορθόδοξους ναούς. Τα σ. είναι τοποθετημένα συνήθως κατά μήκος των τοίχων των ναών και μερικές φορές κοντά στο δεσποτικό θρόνο ή απέναντι από αυτόν. Χρησιμοποιούνται από τους εκκλησιαζόμενους για να… … Dictionary of Greek
στασιώτης — ο, ΝΑ νεοελλ. στασιαστής, άτομο που μετέχει σε στάση αρχ. 1. μέλος κομματικής φατρίας («οἱ τοῡ Μεγακλέους στασιῶται», Ηρόδ.) 2. σωματοφύλακας 3. (κατά τον Ησύχ.) «στασιῶται οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως» 4. φρ. α) «οἱ στασιῶται τοῡ ὅλου» οι φιλόσοφοι… … Dictionary of Greek