-
1 наземь
наземьнареч κατά γής, χάμω, κατάχαμα. -
2 повергать
повергатьнесов, повергнуть сов1. (опрокидывать) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, ρίχνω κατά γής, γκρεμίζω:\повергать к ногам ρίχνω στά πόδια·2. перен βυθίζω, ρίχνω:\повергать в уныние βυθίζω σέ θλίψη· \повергать в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \повергать в недоумение βάζω σέ ἀμηχανία -
3 сбивать
сбиватьнесов1. (сшибать) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, ρίπτω κατά γής:\сбивать орехи (с дерева) ρίχνω κάτω τά καρύδια· \сбивать с ног ρίχνω κάτω, κάνω κάποιον νά πέσει· \сбивать самолет καταρρίπτω ἀεροπλάνο·2. прям., перен (спутывать) μπερδεύω κάποιον, περιπλέκω:\сбивать с толку кого-л. κάνω κάποιον νά τά χάσει, μπερδεύω κάποιον3. (сколачивать) σκαρώνω:\сбивать ящик из досок σκαρώνω κάσα ἀπό τίς σανίδες·4. (масло, сливки и т. п.) χτυπώ, δέρ(ν)ω· <> \сбивать каблуки τρίβω τά τακούνια τῶν παπουτσιών \сбивать цену χαμηλώνω τήν τιμή· \сбивать спесь κόβω τόν ἀέρα κάποιου. -
4 наземь
[νάζιμ'] εκίρ. κατά γης, χάμω -
5 наземь
[νάζιμ'] επίρ κατά γης, χάμω -
6 Under
adv.P. and V. κάτω, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).Adjectivally, inferior to: P. and V. ἥσσων (gen.), ὕστερος (gen.).The underworld: P. and V. ᾍδης, ὁ, or use P. and V. οἱ κάτω, οἱ κάτωθεν, V. οἱ ἔνερθε, οἱ νέρτεροι, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός; see under World.From the underworld: P. and V. κάτωθεν, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).In the underworld: P. and V. κάτω, ἐκεῖ, ἐν ᾍδου, V. νέρθε(ν), ἔνερθε(ν).Of the underworld, adj.: P. and V. χθόνιος (Plat. but rare P.), V. νέρτερος.To the underworld: P. and V. εἰς ᾍδου, ἐκεῖσε.——————prep.Of motion under: Ar. and P. ὑπό (acc.).Of rest: P. and V. ὑπό (gen. or dat., but dat. rare in P.).Of subjection: P. and V. ὑπό (dat.).Below: P. and V. ὑπό (gen.), Ar. and P. ὑπένερθε (gen.), V. ἔνερθε(ν) (gen.), νέρθε(ν) (gen.), κάτω (gen.).I am not amenable to the laws under which I was summarily arrested: P. καθʼ οὓς ἀπήχθην οὐκ ἔνοχός εἰμι τοῖς νόμοις (Antipho. 139, 27).Under a name: P. ἐπʼ ὀνόματος.To abide by the name under which he adopted you: P. μένειν ἐφʼ οὗ σὲ ἐποιήσατο ὀνόματος (Dem. 1003).Under arms: P. and V. ἐν ὅπλοις.Under fire, be under fire: use P. and V. βάλλεσθαι (lit., be shot at).Under ground: P. ὑπὸ γῆς, V. ὑπὸ χθονός, κατὰ χθονός, κάτω γῆς, κάτω χθονός, Ar. κατὰ τῆς γῆς (Pl. 238).Under sentence: use condemned.Under way, get under way, v.: P. and V. ἀπαίρειν, αἴρειν (V. in mid.); see set sail.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Under
-
7 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
8 Half
subs.P. and V. τὸ ἥμισυ.——————adj.P. and V. ἥμισυς.Saw in half: P. δίχα πρίειν.You said you would cut yourself in half: Ar. ἔφησθα σαυτῆς κἂν παρατεμεῖν θἤμισυ (Lys. 132).The height when completed was about half what he intended: P. τὸ ὕψος ἥμισυ μάλιστα ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο (Thuc. 1, 93).Half an estate: P. ἡμικλήριον, τό.Be honest by halves: P. ἐφʼ ἡμισείᾳ χρηστὸς εἶναι (Dem. 430).He bade them raise a shield when half way across: P. εἶπεν ἆραι ασπίδα κατὰ μέσον τον πλοῦν (Xen., Hell. II. 1, 27).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Half
-
9 World
subs.The inhabited globe: P. ἡ οἰκουμένη.All men: P. and V. πάντες.The whole Greek world: P. τὸ Ἑλληνικόν.The Universe: P. κόσμος, ὁ.In this world and the next: V. κἀκεῖ κἀνθάδε, P. καὶ ἐνθάδε καὶ ἐν ᾍδου (Plat., Gorg. 525B).If in the next world, so also in this: P. εἴπερ ἐκεῖ κἀνθάδε (Plat., Rep. 451B).Gentle in this world he is gentle in the next: Ar, ὁ δʼ εὔκολος μὲν ἐνθάδʼ εὔκολος δʼ ἐκεῖ (Ar., Ran. 82).The under-world: P. and V. ᾍδης, ὁ.In the under-world: P. and V. κάτω, ἐκεῖ, ἐν ᾍδου, V. νέρθε(ν), ἔνερθε(ν).From the under-world: P. and V. κάτωθεν, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).To the under-world: P. and V. εἰς ᾍδου, ἐκεῖσε.Of the under-world, adj.: P. and V. χθόνιος (Plat. but rare P.), V. νέρτερος.Those in the under-world: P. and V. οἱ κάτω, οἱ κάτωθεν, οἱ ἐκεῖ, V. οἱ ἔνερθε, οἱ νέρτεροι, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός; see Dead.If after all those in the under-world have any perception of what happens in this: P. εἰ ἄρα τοῖς ἐκεῖ φρόνησίς ἐστι περὶ τῶν ἐνθάδε γιγνομένων (Isoc. 308B).Where in the world? P. and V. ποῦ γῆς;Nowhere in the world: P. γῆς οὐδαμοῦ (Plat., Rep. 592A).Not for the world: P. and V. οὐδαμῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > World
-
10 вращение
η περιστροφή, το γύρισμαлевое - см. - против часовой стрелки обратное - αντίθετη -правое - см. - по часовой стрелке - против часовой стрелки η στροφή κατά φοράν αντίθετη των δεικτών του (ω)ρολογιούсуточное - (астр) η ημερήσια κίνηση/περιστροφή (της Γης περί/γύρω από τον άξονα της)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вращение
-
11 лицо
лиц||ос1. τό πρόσωπο[ν], ἡ φυσιογνωμία, τό μοῦτρο:черты \лицоа τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·2. (лицевая сторона) ἡ καλή τοῦ ὑφάσματος (ткани)/ ἡ πρόσοψη [-ις] (здания)·3. (человек) τό πρόσωπο[ν], τό ἄτομο[ν], ὁ ἄνθρω-πος:главное действующее \лицо τό κύριον πρόσωπον, ὁ πρωταγωνιστής· юридическое \лицо τό νομικόν πρόσωπον важное \лицо ἡ προσωπικότητα [-ης], τό σπουδαίο πρόσωπο· невзирая на лица ἀνεξάρτητα ἀπό πρόσωπα, ἀμερόληπτα· перемещенные лица οἱ ἐκτοπισμένοι, οἱ ἐκτοπισθέντες·4. грам. τό πρόσωπον ◊ перед \лицоо́м чего-л. μπροστά σέ· зиать кого-л. в \лицо γνωρίζω κάποιον ἐξ ὀψεως· показать товар \лицоо́м δείχνω κάτι ἀπό τήν καλή· это вам к \лицоу́ αὐτό σᾶς πάει· стереть что́-л. с \лицоа земли κάνω κάτι νά ἐξαφανιστεί ἀπ· τό πρόσωπο τής γής· смотреть в \лицо опасности ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνον κατά πρόσωπον \лицоо́м в грязь не ударить νά μή ντροπιαστούμε, νά βγούμε ἀσπροπρόσωποι· сказать в \лицо кому-л. λέω κατάμουτρα -
12 отвод
-а α.1. απαγωγή, απομάκρυνση, απόσυρση. || μεταφορά, οδήγηση σε...2. στροφή, αλλαγή κατεύθυνσης. || παροχέτευση, διοχέτευση. || απώθηση, απόκρουση• πάρσιμο. || αποτροπή, πρόληψη, αποσόβηση.3. απόρριψη, αποποίηση• μη έγκριση.4. παραχώρηση, χορήγηση.5. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες.6. εξαίρεση•заявить отвод против свидетелей υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης κατά των μαρτύρων.
7. (για σωλήνες, καλώδια κλπ.) διακλάδωση.8. το έλασμα ολίσθησης του έλκηθρου.9. περίζωμα, κορνίζα, γύρος• παρυφή, κράσπεδο.10. παλ. κλήρος γης.εκφρ.для -а глаз – για τα μάτια, για το θεαθήναι•полоса -а – ζώνη εδάφους για οδοποιία. -
13 Sink
v. trans.Dig: P. and V. ὀρύσσειν, σκάπτειν.V. intrans.Subside, settle down: P. ἱζάνειν.Incline downwards: P. and V. ῥέπειν.Fail in strength: V. προλείπειν; see Fail.Already she is sinking and like to die: V. ἤδη προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ (Eur., Alc. 143).His head sinks back: V. ὑπτιάζεται κάρα (Soph., Phil. 822).I sink backwards into the arms of my maidens and swoon away: V. ὑπτία δε κλίνομαι... πρὸς δμωαῖσι κἀποπλήσσομαι (Soph., Ant. 1188).She sinks back with trembling limbs: V. λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα (Eur., Med. 1168).Of ground dipping: see under Dip.Deteriorate: P. ἀποκλίνειν, ἐκπίπτειν; see Degenerate.Sink into inaction: P. ἐπὶ τὸ ῥᾳθυμεῖν ἀποκλίνειν (Dem. 13).Be sunk in love: V. ἐντήκεσθαι τῷ φιλεῖν (Soph. Trach. 463); see absorbed in.Be sunk in ignorance P. ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι (Plat., Rep. 535E).Sink into, be instilled into, met.: P. καταδύεσθαι εἰς (acc.), V. ἐντήκεσθαι (dat.).Sink into insignificance: P. ἐν οὐδενὶ λόγῳ εἶναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sink
См. также в других словарях:
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
καταγῇς — κατᾱγῇς , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor subj pass 2nd sg κατάσσω Cat.Cod. Astr. aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen … Hofmann J. Lexicon universale
κατακαμπής — και κατάκαμπα επίρρ. στη μέση τού κάμπου, στη μέση τής πεδιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κάμπ ος + επιρμ. κατάλ. ής, (πρβλ. κατα μεσής, κατα γής)] … Dictionary of Greek
Γκούρας, Ιωάννης — (Γκουρίτσα, Παρνασσίδα 1791 – Αθήνα 1826).Αγωνιστής του 1821. Παιδί φτωχής και άσημης οικογένειας, σε ηλικία 17 ετών τάχθηκε στο σώμα του συγγενούς του αρματολού Δ. Πανουργιά· τρία χρόνια πριν από την Επανάσταση πέρασε στην υπηρεσία του Οδυσσέα… … Dictionary of Greek
AURICHALCUM — ex auro et aere, quod Graecis χαλκὸς est, multis conflata vox videtur, Festo, Servio in Aen. l. 12. v. 87. Isidoro Origin. l. 16. c. 19., Ambrosio in Apocal. c. 1. Primasio in candem, Hesychio, aliis. Sed verum metalli huius nomen ὀρέιχαλκος est… … Hofmann J. Lexicon universale
EPHEBI — apud Athenienses dicti sunt, qui nomina sua inter Ephebos, i. e. puberes, profitebantur: cuius professionis annus legitimus erat aetatis decimus octavus. Pollux l. 8. c. 9. καὶ εἰς μὲν τοὺς Ε᾿φήβους εἰσῄεσαν εντωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι. Cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
απόθεση — η (AM ἀπόθεσις) [αποτίθημι] 1. αποθήκευση, διαφύλαξη 2. παραίτηση από κάποιο αξίωμα νεοελλ. η τοποθέτηση κατά γης αντικειμένου που έχει κάποιος επάνω του, η απαλλαγή από κάτι αρχ. 1. απόρριψη, απομάκρυνση κάποιου πράγματος 2. έκθεση βρέφους 3. το … Dictionary of Greek