-
1 κατοικιδιος
-
2 κατοικίδιος
κατοικίδιοςliving in: masc /fem nom sg -
3 κατοικίδιος
α, ο [ος, ον ] домашний, приручённый;κατοικίδια ζώα — домашние животные
-
4 κατοικίδιος
[катикидиос] εκ. домашний.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατοικίδιος
-
5 κατοικίδιος
[катикидиос] επ домашний. -
6 κατοικίδιος
A living in or about a house, domestic,μῦς Theopomp.Hist.258
(a); [ σκύλαξ] Nic.Dam.56 J.; ὄρνεις Gp.l.c., 2.35.5; ; οἱ κ. stay-at-home historians, Luc.Hist.Conscr.37;κ.βίος Ph.2.378
, D.S. 3.53; κ. κατατάσιες domestic means or methods of extension, Hp. Art.78; τὰ κ. τῶν ἔργων household duties, Hierocl.p.62 A.; κατοικίδιοι (sc. θεοί), οἱ, = Lat. Penates, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοικίδιος
-
7 κατοικίδιος
κατ-οικίδιος, zum Hause gehörig, häuslich; ὄρνις, Haushahn; κατοικίδιον βίον ἔχειν, eingezogenes Leben; οἱ κατοικίδιοι, Stubenhocker -
8 κατοικίδιος
domesticΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατοικίδιος
-
9 κατοικίδιον
κατοικίδιοςliving in: masc /fem acc sgκατοικίδιοςliving in: neut nom /voc /acc sg -
10 κατοικιδίοις
κατοικίδιοςliving in: masc /fem /neut dat pl -
11 κατοικιδίου
κατοικίδιοςliving in: masc /fem /neut gen sg -
12 κατοικιδίους
κατοικίδιοςliving in: masc /fem acc pl -
13 κατοικιδίων
κατοικίδιοςliving in: masc /fem /neut gen pl -
14 κατοικίδια
κατοικίδιοςliving in: neut nom /voc /acc pl -
15 κατοικίδιοι
κατοικίδιοςliving in: masc /fem nom /voc pl -
16 домашний
домашний 1) οικιακός, σπιτίσιος σπιτικός \домашний обед το σπιτίσιο φαγητό' — телефон (адрес) το τηλέφωνο (η διεύθυνση) του σπιτιού \домашнийее хозяйство το νοικοκυριό \домашнийие дела τα οικιακά 2) (приручённый ) κατοικίδιος* * *1) οικιακός, σπιτίσιος; σπιτικόςдома́шний обе́д — το σπιτίσιο φαγητό
дома́шний телефо́н (ад́рес) — το τηλέφωνο (η διεύθυνση) του σπιτιού
дома́шнее хозя́йство — το νοικοκυριό
дома́шние дела́ — τα οικιακά
2) ( приручённый) κατοικίδιος -
17 πολύ-πους
πολύ-πους, ὁ, ἡ, acc. πολύπουν u. πολύποδα (vgl. Buttm. auss. Gramm. I p. 178), p. πουλύπους, neutr. πολύπουν, Posidipp. bei Stob. fl. 99, 29, – vielfüßig, mit vielen Füßen; ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ Ἐρινύς, Soph. El. 479; Plat. Tim. 92 a; Arist.; Plut. Symp. 2, 3. – Als subst. der Vielfuß; – a) der Meerpolyp; Od. 5, 432 H. h. Ap. 77, beide Male in der poet. Form; πετροφυής, Phocyl. 44; oft bei Ath. VII, 316, bei dem aus den comic. viele Beispiele angeführt werden; auch in der poet. Form πολύπος, welche falsch accentuirt πόλυπος geschrieben wird, vgl. Ath. a. a. O. 316 b 318 e f; auch πουλύπος, Theogn. 215, wie Antip. Th. 44 (IX, 10); Opp. Hal. 1, 310 u. öfter; im gen. πολύπου; dor. u. äol. πωλύπους u. πωλύπος, s. Koen zu Greg. Cor. p. 634, u. daraus das lat. Pōlypus. – b) der Kellerwurm, Kellerassel, auch ὄνος κατοικίδιος, Sp. – c) Auswuchs von erweiterten Gefäßen, bes. in der Nase, Nasenpolyp, Herzpolyp u. dgl., Medic. – d) auch, wie πολυπόδιον, ein Kraut.
-
18 κατ-οικίς
κατ-οικίς, ίδος, ἡ, p. fem. zu κατοικίδιος, ὄρνις, Haushuhn, Nic. Ther. 557. Vgl. κατοικάς.
-
19 домашний
домашн||ий1. прил οἰκιακός, σπιτικός, σπιτίσιος:\домашнийее хозяйство τό νοικοκυριό· \домашний телефон τηλέφωνο τοῦ σπιτιού· \домашний адрес ἡ διεύθυνση τοῦ σπιτιού· \домашнийяя хозяйка ἡ νοικοκυρά, ἡ οίκοκυρά· \домашнийяя работница ἡ ὑπηρέτρια· \домашнийие ту́фли οἱ παντόφλες, οἱ παντούφλες· \домашний костюм τό ρούχο τοῦ σπιτιοῦ· \домашний арест ὁ περιορισμός· в \домашнийей обстановке στό περιβάλλον τοῦ σπιτιού· одетый по-\домашнийему μέ τά ρούχα τοῦ σπιτιοῦ·2. прил (прирученный, не дикий) κατοικίδιος, οἰκιακός:\домашнийее животное τό οἰκιακό ζῶο· \домашнийяя птица τά πουλερικά·3. прил (приготовленный дома, не покупной) σπιτίσιος / οίκότευκτος (самодельный):\домашнийие обеды τά σπιτίσια φαγητά· \домашний хлеб τό σπιτίσιο ψωμἴ4. \домашнийие мн. (семья) οἱ δικοί μου, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμελιά μου. -
20 κατοικιδίω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατοικίδιος — living in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικίδιος — α, ο (ΑΜ κατοικίδιος, ον, Α ποιητ. θηλ. κατοικάς, Μ θηλ. και α) (για ζώα) αυτός που διαμένει στο σπίτι, αυτός που ζει κοντά στον άνθρωπο (α. «η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο» β. «κατοικίδιαι ὄρνεις», Γεωπ.) αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται… … Dictionary of Greek
κατοικίδιος — α, ο αυτός που μένει σε κατοικία: Η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατοικίδιον — κατοικίδιος living in masc/fem acc sg κατοικίδιος living in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικιδίοις — κατοικίδιος living in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικιδίου — κατοικίδιος living in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικιδίους — κατοικίδιος living in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικιδίων — κατοικίδιος living in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικιδίῳ — κατοικίδιος living in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικίδια — κατοικίδιος living in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικίδιοι — κατοικίδιος living in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)