Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πωλύπος

См. также в других словарях:

  • πώλυπος — ὁ, Α (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. πολύποδας …   Dictionary of Greek

  • πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… …   Dictionary of Greek

  • πωλύπιον — τὸ, Α [πώλυπος] υποκορ. τ. τού πώλυπος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»