-
1 κατοικιδίω
-
2 κατοικιδίῳ
См. также в других словарях:
κατοικιδίῳ — κατοικίδιος living in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κατοικιδίω
2 κατοικιδίῳ
κατοικιδίῳ — κατοικίδιος living in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)