Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατοικίδιος

См. также в других словарях:

  • κατοικίδιος — living in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικίδιος — α, ο (ΑΜ κατοικίδιος, ον, Α ποιητ. θηλ. κατοικάς, Μ θηλ. και α) (για ζώα) αυτός που διαμένει στο σπίτι, αυτός που ζει κοντά στον άνθρωπο (α. «η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο» β. «κατοικίδιαι ὄρνεις», Γεωπ.) αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek

  • κατοικίδιος — α, ο αυτός που μένει σε κατοικία: Η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατοικίδιον — κατοικίδιος living in masc/fem acc sg κατοικίδιος living in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικιδίοις — κατοικίδιος living in masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικιδίου — κατοικίδιος living in masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικιδίους — κατοικίδιος living in masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικιδίων — κατοικίδιος living in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικιδίῳ — κατοικίδιος living in masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικίδια — κατοικίδιος living in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικίδιοι — κατοικίδιος living in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»