Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κατεύθυνση

  • 81 оборотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обороченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, γυρίζω, στρέφω. || τρέπω, δίνω τροπή, κατεύθυνση.
    2. (για παραμύθια, μαγείες) μεταμορφώνω• μετατρέπω, μεταβάλλω.
    1. γυρίζω, στρίβω.
    2. βλ. обратиться (3 σημ.).
    3. (στα παραμύθια, μάγια κ.τ.τ.) μεταμορφώνο-νομαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι.
    4. κυκλοφορώ, κάνω ένα γύρο.

    Большой русско-греческий словарь > оборотить

  • 82 обратный

    επ.
    αντίστροφος, αντίθετος• της επιστροφής, της επανόδου•

    обратный путь επάνοδος, επιστροφή•

    на -ом пути στην επάνοδο, στην επιστροφή, στο γύρισμα•

    в -ом направлении σε αντίθετη κατεύθυνση•

    -ое движение воды παλίρροια•

    -ое движение αντίθετη κίνηση•

    обратный ход αντίθετη φορά•

    -ая сторона η αντίθετη(η άλλη) πλευρά, η ανάποδη•

    -ая пропорциональность αντίστροφη αναλογία.

    εκφρ.
    обратный адрес – η διεύθυνση του αποστολέα•
    обратный билет – εισιτήριο με επιστροφή (αλερετούρ)•
    - ая сила закона – αναδρομική ισχύς του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > обратный

  • 83 обращение

    ουδ.
    1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.
    2. μεταβολή, μετατροπή•

    обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.

    || μεταποίηση• αλλαγή.
    3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•

    изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.

    4. αφοσίωση, επίδοση•

    обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.

    5. αλλαξοπιστία•

    обращение в христианство εκχριστιανισμός.

    6. τροπή•

    обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.

    7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).
    8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•

    хорошее καλή συμπεριφορά•

    жестокое обращение κακομεταχείριση.

    9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•

    обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.

    10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση).

    Большой русско-греческий словарь > обращение

  • 84 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 85 ориентация

    θ.
    1. προσανατολισμός.
    2. μτφ. κατατόπιση, ενημέρωση.
    3. μτφ. κατεύθυνση.

    Большой русско-греческий словарь > ориентация

  • 86 ориентировка

    θ.
    1. προσανατολισμός•

    потерять -у χάνω τον προσανατολισμό.

    2. μτφ. ενημέρωση, κατατόπιση.
    3. μτφ. κατεύθυνση.

    Большой русско-греческий словарь > ориентировка

  • 87 остриё

    ουδ.
    1. αιχμή, ακίδα, μύτη•

    копья η αιχμή του ακοντίου•

    остриё иголки η μύτη του βελονιού.

    2. η κόψη•

    остриё ножа η κόψη του μαχαιριού.

    3. μτφ. κατεύθυνση κατά κάποιου•

    остриё полемики, критики, сатиры η αιχμή της πολεμικής, της κριτικής., της σάτιρας.

    Большой русско-греческий словарь > остриё

  • 88 отвернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεστρίβω, ζεσφίγγω•

    отвернуть гайку ξεστρίβω τη βίδα (ξεβιδώνω).

    || αντιστρέφω, αναστρέφω ανοίγω•

    отвернуть кран ανοίγω την κάνουλα•

    отвернуть замок у ружья ανοίγω το κλείστρο του όπλου.

    2. (απλ.) σπάζω• κόβω αποσπώ•

    отвернуть кукле голову (στρίβοντας) κόβω το κεφάλι της κούκλας.

    3. αναδιπλώνω, ανακάμπτω, ανασηκώνω.
    4. αποστρέφω•

    отвернуть лицо от зрелища αποστρέφω το πρόσωπο από το θέαμα.

    || αλλάζω κατεύθυνση, πορεία, στρίβω. || (για ποτάμι, δρόμο) στρίβω, κάνω στροφή.
    1. ξεστρίβω,.-ομαι, ξεσφίγγω, ξεβιδώνομαι. || ανοίγω, -ομαι, ξεσφίγγω, -ομαι, αναστρέφομαι, αντιστρέφομαι•

    кран -лся η κάνουλα άνοιξε.

    2. αναδιπλώνομαι, ανακάμπτομαι, ανασηκώνομαι.
    3. αποστρέφομαι, γυρίζω το πρόσωπο αλλού. || αποστρέφομαι, δεν κάνω παρέα, δε συναναστρέφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отвернуть

  • 89 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 90 пере...

    (πρόθεμα)• Χρησιμοποείται για το σχματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας ή κίνησης από το ένα μέρος στο άλλο π.χ. перебежать, передвинуть, пересесть, перейти.
    2. επανάλειψη της ενέργειας εκ νέου ή κατ άλλον τρόπο: переделать, перекроить.
    3. υπέρμετρη ενέργεια, ακόμα και μέχρι άσχημα αποτελέσματα: переварить, передержать, перехвалить, пережечь.
    4. επαύξηση της ενέργειας: перекричать, переспорить.
    5. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα και με ένταση: переловить, перестрелять, перемокнуть.
    6. χώρισμα σε δυό ή και περισσότερα μέρη: перегородить, переломить, перепилить.
    7. αλλαγή κατεύθυνσης της ενέργειας: передать, переслать, передоверить.
    8. κάλυψη ορισμένου χρόνου: перезимовать, переночевать, переждать.
    9. μετατροπή, μεταβολή πέρασμα από μιά κατάσταση σε άλλη: пережечь (дрова в уголь) καίω τα ξύλα, ώσπου να γίνουν κάρβουνα.
    10. ενέργεια μικρής διάρκειας ή βραχύχρονης επανάλειψης: передохнуть, перекурить, перекусить.
    11. με την κατάληξη «-ся»: αλληλο... переглядываться, переписываться.

    Большой русско-греческий словарь > пере...

  • 91 перенос

    α.
    1. μεταφορά•

    перенос багажа μεταφορά αποσκευών•

    перенос слов συλλαβισμός.

    2. μετατόπιση, μετάθεση, μετακίνηση.
    3. κατεύθυνση.
    4. αναβολή. || παράσταση γραφική.
    5. κοινολόγηση• εκμυστήρευση• αναφορά.
    6. επισώρευση, στοίβαγμα.
    7. παύλα συλλαβισμού.

    Большой русско-греческий словарь > перенос

  • 92 повернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    στρίβω, στρέφω, γυρίζω•

    повернуть ключ в замке γυρίζω το κλειδί στην κλείδωνιά•

    -ни налево στρίψε αριστερά•

    -ни назад γύρισε πίσω•

    колесо στρέφω τον τροχό•

    повернуть внимание μτφ. στρέφω την προσοχή•

    повернуть разговор μτφ. γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    στρέφομαι, στρίβω, γυρίζω•

    ключ -лся в замке το κλειδί έστριψε στην κλείδωνιά•

    он -лся лицом ко мне αυτός έστρεψε το πρόσωπο κατ. εμένα.

    || αλλάζω κατεύθυνση•

    дело -лось совсем иначе η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή.

    εκφρ.
    язык -лся у кого – τόλμησε κάποιος να μιλήσει, λύθηκε η γλώσσα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > повернуть

  • 93 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 94 под...

    под..., подо..., подъ...
    (πρόθεμα)
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.
    2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.
    3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.
    4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.
    5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.
    6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.
    7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.
    8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:
    1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.
    2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.
    3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.
    4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.
    5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.
    6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь.

    Большой русско-греческий словарь > под...

  • 95 подъ...

    под..., подо..., подъ...
    (πρόθεμα)
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.
    2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.
    3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.
    4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.
    5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.
    6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.
    7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.
    8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:
    1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.
    2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.
    3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.
    4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.
    5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.
    6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь.

    Большой русско-греческий словарь > подъ...

  • 96 попутный

    επ.
    1. κινούμενος προς την ίδια κατεύθυνση•

    попутный ветер ευνοϊκός άνεμος•

    -ая машина περαστικό αυτοκίνητο.

    ουσ. συνοδοιπόρος, συνοδίτης,
    2. ενδιάμεσος•

    -ая станция ενδιάμεσος σταθμός.

    3. ταυτόχρονος, σύγχρονος• παράλληλος.

    Большой русско-греческий словарь > попутный

  • 97 прямолинейный

    επ., βρ: -неен, -неина, -о
    1. ευθύγραμμος, ευθύς• ίσιος•

    -ое направление ευθεία κατεύθυνση•

    -ые улицы ίσιοι δρόμοι.

    2. μτφ. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης• ντόμπρος.

    Большой русско-греческий словарь > прямолинейный

  • 98 путать

    ρ.δ.μ.
    1. μπερδεύω, ανακατεύω•

    волосы μπερδεύω τα μαλλιά•

    путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.

    || συγχύζω, κάνω σύγχυση•

    -счт μπερδεύω το λογαριασμό•

    я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•

    я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.

    2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•

    не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).

    || πεδικλώνω.
    εκφρ.
    путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).
    1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.
    2. επεμβαίνω.
    3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).
    4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση).

    Большой русско-греческий словарь > путать

  • 99 путь

    α.
    1. δρόμος, οδός•

    прямой путь ίσιος δρόμος•

    широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•

    санный путь ελκηθόδρομος•

    заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•

    воздушный путь αεροπορική γραμμή.

    2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•

    каким -м? με τι τρόπο;•

    любым -м με κάθε τρόπο.

    3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•

    дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.

    4. ταξίδι•

    направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.

    5. δρομολόγιο•

    путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•

    держать путь τηρώ την κατεύθυνση.

    || μέσον•

    путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.

    6. όφελος, κέρδος•

    коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.

    εκφρ.
    жизненный путь – η πορεία της ζωής•
    окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•
    путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•
    - и сообщения – η συγκοινωνία•
    без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•
    на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•
    по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•
    не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•
    забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•
    быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•
    вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•
    стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•
    стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•
    стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό.

    Большой русско-греческий словарь > путь

  • 100 рельс

    -а, γεν. πλθ. -ов α. σιδηροτροχιά, ράγα•

    сходить с -ов εκτροχιάζομαι, • железнодорожные -ы οι σιδηροδρομικές ράγες.

    εκφρ.
    на -ы (стать, перевестиκ.τ.τ.) βάζω στο δρόμο (δράσης, δραστηριότητας), δίνω ορισμένη κατεύθυνση•
    на -ы поставить (что)• – βάζω κάτι σε κίνηση• ρεγουλάρω.

    Большой русско-греческий словарь > рельс

См. также в других словарях:

  • κατεύθυνση — η 1. η φορά, η διεύθυνση προς την οποία κινείται κάτι, το σημείο προς το οποίο κατευθύνουμε κάτι ή προς το οποίο κατευθυνόμαστε («προχωρούσαμε με κατεύθυνση το άγνωστο») 2. ο αντικειμενικός σκοπός μιας προσπάθειας, το σημείο στο οποίο τείνει, η… …   Dictionary of Greek

  • κατεύθυνση — η διεύθυνση, φορά, πορεία: Το πλοίο άλλαξε κατεύθυνση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»