Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κατεύθυνση

  • 1 κατεύθυνση

    [катэфтннси] ουσ. Θ. направление,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατεύθυνση

  • 2 направление

    ουδ.
    1. κατεύθυνση αποστολή• υποβολή• (κατευθυντήρια): γραμμή πορεία•

    направление главного удара κατεύθυνση του κύριου χτυπήματος•

    направление ветра κατεύθυνση ανέμου•

    в неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση•

    менять направление αλλάζω κατεύθυνση.

    2. ροπή• ρους τροπή, (μετά)στροφή. || ρεύμα, τάση•

    либеральное направление φιλελεύθερο ρεύμα•

    реалистическое в искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην ίΡεχνη•

    направление журнала η τάση του περιοδικού.

    3. (στρατ.) τομέας του μετώπου•

    на южном -и фронта без перемен στο νότιο τμήμα του μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση.

    4. έγγραφο διορισμού, διορισμός φύλλο πορείας, δικαίωμα εισόδου•

    получить направление παίρνω διορισμό•

    направление в дом отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανάπαυσης.

    Большой русско-греческий словарь > направление

  • 3 направление

    направление с η κατεύθυνση, η διεύθυνση· в каком \направление и... ? σε ποια κατεύθυνση...;
    * * *
    с
    η κατεύθυνση, η διεύθυνση

    в како́м направле́и...? — σε ποια κατεύθυνση…

    Русско-греческий словарь > направление

  • 4 в...

    во..., въ..., πρόθεμα που σημαίνει:
    1. κατεύθυνση ενέργειας, κίνησης προς τα μέσα: вбежать, влететь, вбить, вдуть.
    2. κατεύθυνση της ενέργειας μέσα στο ενεργόν υποκείμενο•

    вдохнуть, впитать, всосать.

    3. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης μέσα και επί•

    он вбежал на лестницу αυτός έτρεξε μεσα στη σνιάλα.

    4. με το•

    цорю ся στο τέλος των ρ. σημαίνει, εισχώρηση, διείσδυση, βύθισμα σε μεγάλο βαθμό: вдуматься, всмотреться, втянуться.

    Большой русско-греческий словарь > в...

  • 5 курс

    α.
    1. κατεύθυνση, πορεία•

    держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.

    2. βασική πολιτική κατεύθυνση•

    курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.

    3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).
    4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•

    он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.

    5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•

    перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.

    || οι φοιτητές•

    второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.

    6. θεραπεία•

    курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.

    7. αξία, τιμή•

    биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.

    8. σχολή• μαθήματα•

    -ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•

    -ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.

    εκφρ.
    быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•
    держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > курс

  • 6 линия

    θ.
    1. γραμμή, ρίγα•

    линия прямая ευθεία γραμμή•

    линия кривая καμπύλη γραμμή.

    || φανταστική γραμμή•

    линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•

    линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.

    2. περίγραμμα.
    3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.
    4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•

    гор οροσειρά•

    линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).

    5. σιδηροδρομική γραμμή.
    6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•

    родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•

    родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•

    прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•

    нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•

    боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.

    7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•

    правильная линия σωστή γραμμή•

    неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•

    правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.

    8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.
    9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).
    εκφρ.
    поточная линияβλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•
    на -и – κοντά, πλησίον•
    по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•
    он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•
    поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•
    вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•
    гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•
    по -и – προς την κατεύθυνση.

    Большой русско-греческий словарь > линия

  • 7 наведение

    ουδ.
    1. οδήγηση. || κατεύθυνση.
    2. ώθηση, σπρώξιμο, παρακίνηση, προτροπή. || γύρισμα, στροφή (συνομιλίας, λόγου).
    3. μτφ. εμβολή προξένηση, πρόκληση (φόβου, θλίψης κ.τ.τ.).
    4. κατεύθυνση, στροφή, γύρισμα•

    наведение телескопа на луну κατεύθυνση του τηλεσκόπιου στο φεγγάρι.

    || (στρατ.) σκόπευση.
    5. κατασκευή, φτιάξιμο.
    6. πέρασμα, κάλυψη με μπογιά, βερνίκι κ.τ.τ.
    7. πρόσδοση.
    8. προσκόμιση.
    9. γέννηση (πολλών).

    Большой русско-греческий словарь > наведение

  • 8 курс

    1. (направление движения) η πορεία, η κατεύθυνση, мор. о πλους
    - следования (линия соединяющая пункты отправления и назначения) - του προορισμού
    2. эк. η τιμή, η αξία 3. (цикл лечебных процедур) η θεραπεία 4. (в политике) η (πολιτική) κατεύθυνση 5. (изложение какой-л. науки в вузе) η διδασκαλία, η σειρά (των διαλέξεων/μαθημάτων) 6. (год обучения в вузах и средних специальных учебных заведениях) το έτος (της εκπαίδευσης/φοί-τησης) 7. (законченный цикл обучения) о πλήρης κύκλος της διδασκαλίας 8. (учебник, излагающий какую-л. науку) το εγχειρίδιο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курс

  • 9 разворачиваться

    στρέφω, γυρίζω
    - на земле ав. - κατά την τροχοδρόμηση
    - по ветру ав. - κατά την κατεύθυνση του ανέμου
    мор. πριμάρω
    - против ветра ав. ενάντια στην κατεύθυνση του ανέμου
    мор. ορτσάρω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разворачиваться

  • 10 рассеяние

    1. (физ., рад.) η σκέδαση, атмосферное - ατμοσφαιρική -, беспорядочное - ακανόνιστη -
    магнитное - (поток рассеяния) μαγνητική -, η μαγνητική διαρροή
    2. (света) η διάχυση, η διασκόρπιση, ο διασκορπισμός, η σκέδαση 3. (мощности, энергии) η διάχυση, η απώλεια 4. (разброс данных) η διασπορά

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассеяние

  • 11 курс

    курс м 1) (направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνση· взять \курс на... κατευθύνομαι προς...· внешнеполитический \курс ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός 2) (учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλία· я на первом \курсе είμαι πρωτοετής 3) (лечение) η θεραπεία, η κούρα ◇ валютный \курс η τιμή του συναλλάγματος
    * * *
    м
    1) ( направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνση

    взять курс на… — κατευθύνομαι προς…

    внешнеполити́ческий курс — ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός

    2) ( учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλία

    я на пе́рвом курсе — είμαι πρωτοετής

    3) ( лечение) η θεραπεία, η κούρα
    ••

    валю́тный курс — η τιμή του συναλλάγματος

    Русско-греческий словарь > курс

  • 12 обратный

    обратный αντίστροφος, αντίθετος· \обратный путь η επιστροφή, ο γυρισμός· \обратныйая сторона η ανάποδη· в \обратныйую сторону προς την αντίθετη κατεύθυνση
    * * *
    αντίστροφος, αντίθετος

    обра́тный путь — η επιστροφή, ο γυρισμός

    обра́тная сторона́ — η ανάποδη

    в обра́тную сто́рону — προς την αντίθετη κατεύθυνση

    Русско-греческий словарь > обратный

  • 13 сторона

    сторона ж 1) (направление) η κατεύθυνση, η μεριά 2) το μέρος, ο τόπος 3) (край, бок) η πλευρά, η μεριά; с правой \сторонаы από τα δεξιά; в сторону στην μπάντα; на той \сторонае αντίπερα; в \сторонае στο πλάι, παράμερα 3) (поверхность) η πλευρά, η επιφάνεια; обратная \сторона η ανάποδη; лицевая \сторона η καλή όψη 4) мн. стороны οι αμφότεροι ◇ с одной \сторонаы...с другой \сторонаы... από τη μια μεριά... απ" την άλλη сторонник м о οπαδός; \сторонаи мира οι οπαδοί της ειρήνης
    * * *
    ж
    1) ( направление) η κατεύθυνση, η μεριά
    2) το μέρος, ο τόπος
    3) (край, бок) η πλευρά, η μεριά

    с пра́вой стороны́ — από τα δεξιά

    в сто́рону — στην μπάντα

    на той стороне́ — αντίπερα

    в стороне́ — στο πλάι, παράμερα

    4) ( поверхность) η πλευρά, η επιφάνεια

    обра́тная сторона́ — η ανάποδη

    лицева́я сторона́ — η καλή όψη

    5) мн.

    сто́роны — οι αμφότεροι

    ••

    с одно́й стороны́... с друго́й стороны́... — από τη μια μεριά... από την άλλη

    Русско-греческий словарь > сторона

  • 14 галс

    галс
    м мор.
    1. (направление) ἡ κατεύθυνση (ἰστιοφόρου):
    переменить \галс ἀλλάζω κατεύθυνση·
    2. (снасть) ἡ προτο-νίς, ἡ σταντζιέρα.

    Русско-новогреческий словарь > галс

  • 15 направление

    направление
    с
    1. ἡ κατεύθυνση [-ις]:
    менять \направление ἀλλάζω κατεύθυνση· во всех \направлениеиях σέ ὅλες τίς κατευθύνσεις·
    2. (тенденция, течение) ἡ τάση [-ις], τό ρεύμα, ἡ σχολή:
    литерату́рное\направление τό λογοτεχνικό ρεύμα· \направление ума ἡ νοοτροπία·
    3. (документ):
    получить \направление на работу παίρνω διορισμό σέ δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > направление

  • 16 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 17 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 18 направленность

    θ.
    κατεύθυνση. || τάση•

    идейная направленность η κύρια κατεύθυνση (βασικό νόημα).

    Большой русско-греческий словарь > направленность

  • 19 о...

    о..., об..., обо..., объ...
    1. κατεύθυνση της ενέργειας γύρω, περί, πέριξ ή σε όλη την επιφάνεια ή σε όλες τις πλευρές του αντικειμένου: обежать, огородить, охватить, оскоблить, окопать, осмотреть.
    2. κατεύθυνση της κίνησης κοντά, πλησίον του αντικειμένουπαρακάμπτοντας.
    3. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα: обегать, одарить, отделить, объехать.
    4. υπεροχή• ξεπέρασμα: обогнать, обыграть.
    5. υπέρμετρη ενέργεια, υπερβολή, πλεονασμός: окормить, опоить, опиться.
    6. ζημιά, βλάβη, απάτη κατά την ενέργεια: обвесить, обмерить, обсчитать.
    7. (με ρ. σε «-ся») ύπαρξη λαθών ή αστοχίας: оступиться, оговориться, ослышаться.
    8. εφοδιασμός με κάτι κατόπιν ενέργειας: озеленить, оснастить, отакелажить.
    9. μετατροπή σε...., πρόσδοση ιδιότητας, ποιότητας• σχηματισμός: облагородить, обогатить, опечалиться, ослепить, осложнить.
    10. επίτευξη αποτελέσματος κατόπιν ενέργειας: оглохнуть, омереть, окаменеть, озвереть, ослепнуть.

    Большой русско-греческий словарь > о...

  • 20 разъехаться

    -едусь, -едешься
    ρ.σ.
    1. (για πολλούς)• φεύγω• αναχωρώ (προς διάφορες κατευθύνσεις). || χωρίζω, παίρνω άλλη κατεύθυνση.
    2. φεύγω, αναχωρώ•

    она -лась с мужем αυτή έφυγε με τον άντρα της.

    3. δε συναντιέμαι (καθ οδό)•

    разъехаться с товарищем δε συναντιέμα ι, στο δρόμο με το σύντροφο.

    4. διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ πολύ σιμά•

    дорога такая узкая, что трудно разъехаться ο δρόμος είναι τόσο στενός, που είναι δύσκολο να μην εγγίξεις.

    5. διαχωρίζω, -ομαι, χωρίζω, -ομαι, παίρνω άλλη κατεύθυνση•

    лыжи -лись на льду τα σκι χώρισαν στον πάγο.

    || πέφτω, σκορπώ. || κουρελιάζω, ξεφτίζω• σχίζομαι•

    рубашка -лась το πουκάμισο έγινε κουρέλια.

    6. εκτείνομαι, πιάνω μέρος,. καταλαβαίνω χώρο.

    Большой русско-греческий словарь > разъехаться

См. также в других словарях:

  • κατεύθυνση — η 1. η φορά, η διεύθυνση προς την οποία κινείται κάτι, το σημείο προς το οποίο κατευθύνουμε κάτι ή προς το οποίο κατευθυνόμαστε («προχωρούσαμε με κατεύθυνση το άγνωστο») 2. ο αντικειμενικός σκοπός μιας προσπάθειας, το σημείο στο οποίο τείνει, η… …   Dictionary of Greek

  • κατεύθυνση — η διεύθυνση, φορά, πορεία: Το πλοίο άλλαξε κατεύθυνση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»