-
21 авиалиния
1. (организация) οι αεροπορικές γραμμές (εταιρεία) 2. (трасса) η αεροπορική γραμμή (δρομολόγιο), (маршрут) η αεροπορική γραμμή (κατεύθυνση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиалиния
-
22 держаться
1. (сохранять какое-л положение, состояние) κρατιέμαι, βαστιέμαι, πιάνομαι 2. (удерживаться, сохраняться, крепко стоять) κρατιέμαι, στηρίζομαι, βασίζομαι, στέκομαι 3. (придерживаться определённого направления) ακολουθώ την κατεύθυνση, κατευθύνομαι 4. (следовать чему- л.) ακολουθώ, είμαι υπέρ (του, της, των).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > держаться
-
23 зюйд-вест
1. (направление) η νοτιοδυτική κατεύθυνσηνοτιοδυτικά2. (ветер) о νοτιοδυτικός άνεμος, разг. ο Γαρμπής, ο Λιψ, ο Λιβάς, ο Λίβας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зюйд-вест
-
24 зюйд-ост
мор. 1. (направление) η νοτιοανατολική κατεύθυνσηνοτιοανατολικά2. (ветер) о νοτιοανατολικός άνεμος, разг. о Εύρος (Σιρόκος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зюйд-ост
-
25 менять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > менять
-
26 направление
η κατεύθυνση, η διεύθυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > направление
-
27 направленность
η κατεύθυνση, η τάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > направленность
-
28 ось
1. (прямая, проходящая через центр симметрии или центр тяжести какого-л. тела) о άξον/αςη νοητή (αξονική) γραμμήпо - и στον - α, στην κατεύθυνση του - αбольшая - (геод.) μέγας -2. (стержень, на котором укрепляют колесо, вращающиеся части машин, механизмов и т.п.) о πείρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ось
-
29 отбить
1. (отколоть, отделить от чего-л.) σπάζω, διασπώ 2. (выпрямить и заострить лезвие, ударяя по нему молотком) ακονίζω μέσω σφυρηλασίας/σφυρηλάτησης 3. (линию, направление) χαράσσω/χαράζω (την γραμμή, κατεύθυνση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отбить
-
30 попутный
1. (движущийся в одном направлении с кем-, чем-л) κινούμενος προς την ίδια κατεύθυνση 2. (совершаемый одновременно с чём-л.) παράλληλος, ταυτόχρονος, σύγχρονος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > попутный
-
31 производная
мат. η παράγωγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > производная
-
32 прямоток
(напр., в теплообменнике) η παράλληλη ροή/κίνηση σε ίδια κατεύθυνση (π.χ. στον εναλλάκτη της θερμότητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямоток
-
33 радиолуч
η ραδιοακτίνα, η δέσμη ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων εκπεμπόμενη προς ορισμένη κατεύθυνση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиолуч
-
34 сторона
1. (пространство, расположенное по бокам или краям чего-л.) η πλευρά- выпуска (жидкости газа) - της εκροής/εξόδου2. (направление) η κατεύθυνση, το μέρος 3. (линия, ограничивающая геометрическую фигуру) το πλευρό 4. (дип., юр.) η πλευρ/άτο μέροςадреса сторон, юридические νόμιμες διευθύνσεις των - ώνпо просьбе - ы βάσει της ζήτησης/παράκλησης της - άςневиновная - μη υπαίτιος -, μη ένοχη -потерпевшая - ο παθών, το θύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сторона
-
35 тали
мор. το σύσπαστο, το πολύσπαστο, το παλάγκο, τα παλάγκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тали
-
36 траверз
мор., ав. η εγκάρσιος κατεύθυνση (στην πορεία του πλοίου ή αεροπλάνου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > траверз
-
37 тренд
эк. η τάση, η κίνηση, η κατεύθυνση, η πορεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тренд
-
38 указание
1. (сведение, сообщение) η ένδειξη 2. (инструкция, совет, замечание) η οδηγί/α, η κατεύθυνση, η υπόδειξηнеправильные - я λανθασμέ-νες/λάθος - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > указание
-
39 диагональ
диагональ ж η διαγώνιος' по \диагональи κατά διαγώνια κατεύ θυνση* * *жη διαγώνιοςпо диагона́ли — κατά διαγώνια κατεύθυνση
-
40 курс
курсм1. (направление) ἡ πορεία, ἡ ρότα / перен ἡ κατεύθυνση [-ις], ἡ διεύ-θυνση [-ις]:\курс на север πορεία προς βορ-ραν взять \курс на что-л. перен ἀρχίζω κάτι· менять \курс ἀλλάζω πορεία·2. (учебный) ἡ διδασκαλία, ἡ σειρά μαθημάτων / τό ἐτος (год обучения):\курс лекций ἡ σειρά παραδόσεων студент третьего \курса ὁ τριτοετής φοιτητής· окончить \курс в университете τελειώνω τό πανεπιστήμιο·3. (учебник) τό ἐγχειρίδιο[ν]:краткий \курс ἡ ἐπιτομή·4. мед.:\курс лечения ἡ θεραπεία, ἡ κούρα·5. эк. (валюты и т, п.) ἡ ἀξία, ἡ τιμή:биржевой \курс ὁ£ τιμές τοῦ χρηματιστηρίου· ◊ быть в \курсе дела εἶμαι ἐνήμερος, εἶμαι γνώστης τῶν πραγμάτων вводить в \курс κατατοπίζω, ἐνημερώνὠ держать в \курсе событий κρατώ ἐνήμερο τῶν γεγονότων.
См. также в других словарях:
κατεύθυνση — η 1. η φορά, η διεύθυνση προς την οποία κινείται κάτι, το σημείο προς το οποίο κατευθύνουμε κάτι ή προς το οποίο κατευθυνόμαστε («προχωρούσαμε με κατεύθυνση το άγνωστο») 2. ο αντικειμενικός σκοπός μιας προσπάθειας, το σημείο στο οποίο τείνει, η… … Dictionary of Greek
κατεύθυνση — η διεύθυνση, φορά, πορεία: Το πλοίο άλλαξε κατεύθυνση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek