-
1 κατεπρήσθησαν
καταπίμπρημιburn to ashes: aor ind pass 3rd pl -
2 καταπιμπρημι
(fut. καταπρήσω, 3 л. pl. aor. pass. κατεπρήσθησαν) сжигать дотла, испепелять(τέν πόλιν, τὰ πλοῖα Plut.; πολλοὴ ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Polyb.; ὅ καταπρήσας τοὺς ἐπὴ γῆς Φαέθων Anth.)
καταπρησθέντες τὸ σῶμα Luc. — сожженные живьем -
3 περι-κατα-λαμβάνω
περι-κατα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), rings umfassen, umschließen, ergreifen, zwingen; περικαταλαμβανόμενος τοῖς καιροῖς, Pol. 16, 2, 8; περικαταληφϑέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσϑησαν, 14, 4, 10, u. öfter; vgl. Arist. περικαταληφϑέντων ὑπὸ τοῠ ῥεύματος, de mundo 6, 33; auch = fassen, einholen, ὁ νέος καρπὸς περικαταλαμβάνει ἀεὶ τὸν ἔνον, die neue Frucht holt immer die jährige ein, Theophr., der es auch intrans. braucht, περικαταλαβούσης τῆς ὥρας, sobald die Jahreszeit nach vollendetem Kreislaufe wiedergekehrt ist, den Kreislauf von Neuem begonnen hat.
-
4 κατα-πίμπρημι
κατα-πίμπρημι (s. πίμπρημι), ganz verbrennen, Sp.; κατεπρήσϑησαν Pol. 14, 4, 10; καταπρησϑέντας τὸ σῶμα Luc. parasit. 57.
-
5 καταπίμπρημι
A- πρήσω D.C.39.9
: [tense] pf.- πέπρηκα Id.59.16
:— burn to ashes, AP11.131 (Lucill.), Ph.1.516, Plu.Cam.22, Polyaen.8.65, Hdn.8.1.4, Jul.Or.2.62d:—[voice] Pass.,κατεπρήσθησαν Plb.14.4.10
;καταπρησθέντας Luc.Par.57
(nisi leg. - πτισθέντας).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίμπρημι
См. также в других словарях:
κατεπρήσθησαν — καταπίμπρημι burn to ashes aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαταλαμβάνω — Α 1. περιβάλλω, περικλείω από παντού 2. καταφθάνω, προφταίνω («πολλοὶ δὲ περικαταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν», Πολ.) 3. παθ. περικαταλαμβάνομαι αναγκάζομαι («περικαταλαμβανόμενος τοῑς καιροῑς» αναγκαζόμενος από τις περιστάσεις, Πολ.) 4 … Dictionary of Greek