-
1 καταπρησθέντας
καταπίμπρημιburn to ashes: aor part pass masc acc pl -
2 κατα-πίμπρημι
κατα-πίμπρημι (s. πίμπρημι), ganz verbrennen, Sp.; κατεπρήσϑησαν Pol. 14, 4, 10; καταπρησϑέντας τὸ σῶμα Luc. parasit. 57.
-
3 καταπίμπρημι
A- πρήσω D.C.39.9
: [tense] pf.- πέπρηκα Id.59.16
:— burn to ashes, AP11.131 (Lucill.), Ph.1.516, Plu.Cam.22, Polyaen.8.65, Hdn.8.1.4, Jul.Or.2.62d:—[voice] Pass.,κατεπρήσθησαν Plb.14.4.10
;καταπρησθέντας Luc.Par.57
(nisi leg. - πτισθέντας).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίμπρημι
См. также в других словарях:
καταπρησθέντας — καταπίμπρημι burn to ashes aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)