-
1 κατεπρήσθησαν
καταπίμπρημιburn to ashes: aor ind pass 3rd pl -
2 καταπίμπρημι
A- πρήσω D.C.39.9
: [tense] pf.- πέπρηκα Id.59.16
:— burn to ashes, AP11.131 (Lucill.), Ph.1.516, Plu.Cam.22, Polyaen.8.65, Hdn.8.1.4, Jul.Or.2.62d:—[voice] Pass.,κατεπρήσθησαν Plb.14.4.10
;καταπρησθέντας Luc.Par.57
(nisi leg. - πτισθέντας).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίμπρημι
См. также в других словарях:
κατεπρήσθησαν — καταπίμπρημι burn to ashes aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαταλαμβάνω — Α 1. περιβάλλω, περικλείω από παντού 2. καταφθάνω, προφταίνω («πολλοὶ δὲ περικαταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν», Πολ.) 3. παθ. περικαταλαμβάνομαι αναγκάζομαι («περικαταλαμβανόμενος τοῑς καιροῑς» αναγκαζόμενος από τις περιστάσεις, Πολ.) 4 … Dictionary of Greek