-
1 περι-κατα-λαμβάνω
περι-κατα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), rings umfassen, umschließen, ergreifen, zwingen; περικαταλαμβανόμενος τοῖς καιροῖς, Pol. 16, 2, 8; περικαταληφϑέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσϑησαν, 14, 4, 10, u. öfter; vgl. Arist. περικαταληφϑέντων ὑπὸ τοῠ ῥεύματος, de mundo 6, 33; auch = fassen, einholen, ὁ νέος καρπὸς περικαταλαμβάνει ἀεὶ τὸν ἔνον, die neue Frucht holt immer die jährige ein, Theophr., der es auch intrans. braucht, περικαταλαβούσης τῆς ὥρας, sobald die Jahreszeit nach vollendetem Kreislaufe wiedergekehrt ist, den Kreislauf von Neuem begonnen hat.
-
2 λαμβάνω
Grammatical information: v.Other forms: Aor. λαβεῖν (Il.), redupl. midd. λελα-βέσθαι (δ 388), pass. λαφθῆναι (Ion.), ληφθῆναι (Att.), λημφθῆναι (hell.); fut. λάψομαι (Ion.), λά[μ]ψεται (Alc., Hamm Grammatik 145), λαψῃ̃ 2. sg. (Dor.), λήψομαι (Att.), λήμψομαι (hell.); perf. εἴληφα (Att.), εἴλαφα (Dor.), λελάβηκα (Ion. Dor. Arc., also Att.), midd. εἴλημμαι (Att.), λέλημμαι (trag.), λέλαμμαι, λελάφθαι (Ion.),Derivatives: Very many derivv., many technical words with specific meanings: A. From λαβεῖν: 1. λαβή `grip, point of application etc.' (Alc. [ λάβα], Ion. Att.), of the compp. e. g. συλλαβή `grip, syllable etc.' (A., Att.); λαβίς f. `grip, cramp, tweezers' (hell.) with λαβίδιον (Dsc., Gal.), ἀντι-, κατα-, περι-λαβεύς `handgrip of a shield, peg etc.' (H., medic.; cf. Boßhardt 81), λάβιον `grip' (Str.), ἀπολάβειον `cramp' (Ph. Bel.). 2. - λάβος in compp. as ἐργο-λάβ-ος m. `untertaker' with - έω, - ία (Att., hell.). 3. - λαβής e. g. εὑ-λαβ-ής (: εὑ λαβεῖν) `careful' with - έομαι, - εια (IA.; lit. s. θρησκεύω, also Kerényi Byz.-Neugr. Jbb. 8, 306ff.). 4. ΛhαβΕτος PN (Att. epigr.). - B. From full-grade forms ( λήψομαι, ληφθῆναι): 1. λῆμμα ( ἀνά- λαμβάνω etc.) `taking in, accept' (Att.). 2. λῆψις ( ἀνά- λαμβάνω etc.), hell. λῆμψις `capture, apprehension, attack of a disease' (Hp., Att.), ἀπό-, διά-λαμψις = ἀπό-, διά-ληψις (Mytil., Kyme a. o.). 3. - λη(μ)πτωρ, e. g. συλ-λήπ-τωρ with συλλήπτρ-ια `participant, assistant' (Att.). 4. ἀνα-, κατα-ληπ-τήρ `scoop' resp. `clamp' (hell.), ἀνα- ληπτρ-ίς f. `connection' (Gal.). 5. παρα- λή(μ)π-της `tax-collector' (hell.), προσωπο-λήπ-της `who looks after the person' (NT). 6. ληπτικός ` receptive' (Arist.), further in comp., e. g. ἐπιληπτικός ` epileptic' (: ἐπίληψις, Hp.). 7. συλ-λήβ-δην adv. `taken together' (Thgn., A.). - On λάβρος s. v.; on ἀμφι-λαφής s. λάφυρον.Etymology: From Aegin. λhαβών, Att.ΛhαβΕτος and εἴληφα (and also hom. ἔ-λλαβον) we see IE. sl-; the Hom. present λάζομαι, for which λαμβάνω was an innovation (Schwyzer 699 f.; metr. uneasy? Kuiper Nasalpräs. 156) shows IE. gʷ; basis therefore IE. * slagʷ-. The aspiration in εἴληφα can be secondary (vgl. Schwyzer 772); perhaps another verb for `grasp' (s. λάφυρον) was involved; also some other formes were influenced by it. the zero grade must be secondary, *sl̥h₂- would hav got long ᾱ.Page in Frisk: 2,77-78Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαμβάνω
-
3 λαμβάνω
A , al. (Milet., iv/iii B. C.), 5597.11 (Ephesus, iii B. C.), corrupted to λάμψομαι in Mss. of Hdt.1.199; [dialect] Dor.[tense] fut.[ per.] 2sg.λαψῇ Epich.34.2
, Theoc.1.4,10, inf.λαμψεῖσθαι PSI9.1091.19
; Hellenisticλήμψομαι PPar.14.47
(ii B. C.), CIG4224c (add.) ([place name] Telmessus), 4244 ([place name] Tlos), al.: [tense] aor. 2 ἔλᾰβον, [dialect] Ep.ἔλλᾰβον Il.24.170
, etc.; [dialect] Ion. Iterat. , Hdt.4.78, 130; imper.λαβέ Il.1.407
, etc.; written λάβε in [voice] Med. Ms. of A.Eu. 130, but λαβέ [dialect] Att.acc. to Hdn. Gr.1.431: [tense] pf. , Ar.Ra. 591 (lyr.), etc. (dub.in Archil. 143); [dialect] Ion., [dialect] Dor., Arc.λελάβηκα Hdt.4.79
, IG42(1).121.68 (Epid., iv B. C.), 5(2).6.14 (Tegea, iv B. C.), also Eup.426; inf.λελαβήκειν IG 42(1).121.59
(Epid.), PSI9.1091.7: [tense] plpf.εἰλήφειν Th.2.88
, [dialect] Ion.[ per.] 3sg. λελαβήκεε v.l. in Hdt.3.42 ( κατα-); [dialect] Dor. [tense] pf. subj. [ per.] 3sg. ([etym.] παρ-) ([place name] Crete):—[voice] Med., [tense] aor. 2 ἐλαβόμην, [dialect] Ep. ἐλλ-, Od. 5.325, etc.; [dialect] Ep. redupl.λελαβέσθαι 4.388
:—[voice] Pass., [tense] fut.ληφθήσομαι S.Ph.68
, Th.6.91,κατα-λελήψομαι Aristid.Or.54p.677D.
: [tense] aor. , etc.; [dialect] Ion. (Milet., v B. C.), ( κατ-) GDI5532.7 ([place name] Zeleia),ἐλάμφθην Hdt.2.89
, 6.92, 7.239 (- λάφθ- by erasure in cod. B); Hellenisticἐλήμφθην IG14.1320
, Ev.Marc. 16.19 (ἀν-); [dialect] Dor.ἐλάφθην Archim.Aren.1.13
: [tense] pf.εἴλημμαι D.24.49
, Ar.Pl. 455; but in Trag.usu. λέλημμαι, A.Ag. 876, E. Ion 1113, IA 363 (troch.), Cyc. 433, cf. Ar.Ec. 1090 ( δια-); so later προ-λέληπτε (sic) Supp.Epigr.2.769 ([place name] Dura); [dialect] Ion. λέλαμμαι ( ἀπο-) Hdt.9.51, ( δια-) 3.117; inf.ἀνα-λελάφθαι Hp.Off.11
(acc. to many codd., Hsch.and Erot., - λελάμφθαι vulg.); [dialect] Ion.[ per.] 3pl.λελήφαται An.Ox.1.268
; [dialect] Dor. [tense] pf.imper.λελάφθω Archim. Con.Sph.3
, al.:—in the [tense] fut., [tense] aor. [voice] Pass., and [tense] pf. [voice] Pass. the a is short by nature in [dialect] Ion., prob. long in [dialect] Dor. and in Doricized Hellenistic forms such asλαμψοῦνται Test.Epict.5.14
,λάμψεσθαι IG5(1).1390.67
(Andania, i B. C.); it is marked long in [dialect] Aeol.λᾱμψεται Alc.Supp.5.9
:—of these tenses Hom. uses only [tense] aor. [voice] Act., and [tense] aor.[voice] Med. twice (v. supr.); the Homeric [tense] pres. is λάζομαι. —The word has two main senses, one (more active) take; the other (more passive) receive:I take,1 take hold of, grasp, seize,μάστιγα καὶ ἡνία Od.6.81
: freq. with χειρί or χερσί added,χειρὶ χεῖρα λαβόντες Il.21.286
;χερμάδιον λάβε χειρί 5.302
;χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν Od.9.487
;ἐν χείρεσσι λάβ' ἡνία Il.8.116
;ἐν χεροῖν λ. S.OT 913
;διὰ χερῶν λαβών Id.Ant. 916
; ;ἐν ἀγκάλαις A.Supp. 481
, etc.; of an eagle,λ. ἄγραν ποσίν Pi.N.3.81
: c.acc. of the thing seized,λ. γούνατα Il.24.465
; but also c. acc. of whole, gen. of part seized, τὴν πτέρυγος λάβεν caught her by the wing, 2.316; ;γούνων λαβὼν κούρην Od. 6.142
;λ. τινὰ τῆς ζώνης X.An.1.6.10
, etc.: sts. c. gen. only, ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην χερσί they took hold of one another with their arms, Il.23.711:—freq. in [voice] Med., v. infr. B.b take by violence, carry off as prize or booty, Il.5.273, 8.191, Hdt.4.130, S.Ph.68 ([voice] Pass.), 1431, etc.; capture a city, Plb.1.24.11, 3.61.8;ἐκ πόλιος.. ἀλόχους καὶ κτήματα Od.9.41
; of lions,λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσιν Il.11.114
;ἵνα δαῖτα λάβῃσιν 24.43
; of an eagle, 17.678; of a dolphin, 21.24.c λ. δίκην take, exact punishment, Lys.1.29,34, Isoc.4.181; , etc. (rarely for δοῦναι δίκην, v.infr.11.1 e);λ. τιμωρίαν D.18.280
.2 of passions, feelings, etc., seize,μένος ἔλλαβε θυμόν Il.23.468
;Ἀτρεΐωνα.. χόλος λάβεν 1.387
; ;τὸν δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 24.170
, al.;δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Od.4.704
;τοὺς Ἀθηναίους θάρσος ἔλαβε Th.2.92
;ἄχος X.Cyr. 5.5.6
; ; ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε when the occasion came to them, i.e. occurred, Th.2.34, D.C.44.19; of fevers and sudden illnesses, attack, Hp.Morb.1.19, Th.2.49, Ar.Ec. 417, etc. (cf. λάζομαι, λῆψις):—[voice] Pass., λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ [νόσου], S.Tr. 446, Hdt.1.138;ἔρωτι X.Cyr.6.1.31
, etc. (reversely of the person, λ. θυμόν, etc., v. infr.11.3).b of a deity, seize, possess, τινα Hdt.4.79:—[voice] Pass.,τῇ Ῥέᾳ λαμβάνονται Luc.Nigr.37
.c of darkness, etc., occupy, possess, .3 catch, overtake, as an enemy, Il.5.159, 11.106, 126, etc.;λ. τινὰ στείχοντα θύραζε Od.9.418
;ζῶντες ἐλάμφθησαν Hdt.9.119
; simply, find, come upon, S.OT 1031, E. Ion 1339.4 catch, find out, detect, Hdt.2.89 ([voice] Pass.); ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι; A.Pr. 196;τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. S.OT 266
: freq. c. part., κἂν λάβῃς ἐψευσμένον ib. 461;κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar.V. 759
;λ. τινὰ ψευδόμενον Pl.R. 389d
;τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες D.21.97
: with Adj.,ὅπως μὴ λήψομαί σε προπετῆ Men.Epit. 570
:—[voice] Pass.,δρῶσ' ἐλήφθης S.Tr. 808
; ; ;ἐλήφθη μοιχός Lys.13.66
: in good sense, .5 λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι bind him by.., Hdt.3.74;ἀραῖον λαβεῖν τινα S.OT 276
codd.6 c. dupl. acc., take as, λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ' Id.Ph. 1007; ξυμπαραστάτην λ. τινά ib. 675;τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Isoc.5.86
.7 τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα taking, keeping Ida to your left (nisi leg. λαβών, ἐς ..) Hdt.7.42;ἐν δεξιᾷ λ. τὴν Σικελίαν Th.7.1
; λ. τὸ στρατόπεδον κατὰ νώτου take in rear, i.e. be behind, Hdt.1.75; cf.ἀπείργω 11.2
, ἔχω (A) A.1.7.8 λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα assume it, Id.4.78, cf. 2.37;λ. ζυγόν Pi.P.2.93
.9 apprehend by the senses,ὄμμασιν θέαν S. Ph. 537
, cf. 656; πρόσφθεγμά τινος ib. 234;ὁρᾶται, ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Pl.R. 524d
.b apprehend with the mind, understand,φρενὶ λ. τὸν λόγον Hdt.9.10
;νόῳ Id.3.41
;τῇ διανοίᾳ Pl. Prm. 143a
;λ. ἐν ταῖς γνώμαις βεβαίως X.Cyr.3.3.51
;ἐν νῷ Plb.2.35.6
: abs.,λ. τὴν ἀλήθειαν Antipho 1.6
;μνήμην παρὰ τῆς φήμης λ. Lys.2.3
, cf. Pl.Phdr. 246d, etc.c with Adv. added, take, i.e. understand in a certain manner,ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Hdt.7.142
;λάβετε [τοὺς λόγους] μὴ πολεμίως Th.4.17
; τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον took it more seriously, Id.6.27, cf. 61;ὀρθῶς λ. τὸν φιλοκερδῆ Pl.Hipparch. 227c
; λ. τι οὕτω, ὧδε, Arist.SE 174b27, Rh.Al. 1423a4;ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονὸς λ. Plu.Alc.18
: with παρά c.acc., λαμβάνω σε παρὰ βουκόλον .. PMag.Par.1.2434:—[voice] Pass., τρίτου καθεστῶσαι ἐπὶ πρώτου λαμβάνονται are used for the first person, A.D.Pron.78.22; with ἐς, εἰ ἐς κόρην λαμβάνοιτο be taken for a girl, Philostr.Im.2.32: less freq. c. dupl. acc., ὡς μεθυστικὰς λ. [τὰς ἁρμονίας] Arist.Pol. 1342b25, cf. S.E.P.1.179;τῆς νίκης ἆθλον τὴν ὑπεροχὴν τῆς πολιτείας λ. Arist.Pol. 1296a31
;τοῦτο λ. γιγνόμενον Id.Mete. 346a7
; alsoλ. περί τινος τί ἐστι Id.EN 1142a32
, cf. 1140a24, al.: also c. inf.,λ. τι εἶναί τι Id.Mete. 389a29
, al.: with a relat. clause, οὕτω δεῖ λαμβάνειν, ἀλλ' οὐχ ὅτι .. Id.Metaph. 1053a27, cf. Str.2.5.1;εἰλήφθω ὁ ἄδικος ποσαχῶς λέγεται Arist.EN 1129a31
: in bad sense,πρὸς δέους λ. τι Plu.Flam.7
;πρὸς ἀτιμίας Id.Cic.13
;λ. δι' οἴκτου E. Supp. 194
; but also ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ λ. receive as a favour, Plb.1.31.6.d in Logic, assume, take for granted,ἅπαν ζῷον λαμβάνει ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον Arist.APr. 46b6
; λ. τὰς περὶ ἕκαστον ἀρχάς ib. 53a2, etc.:—[voice] Pass., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα ib. 26b30; αἱ εἰλημμέναι προτάσεις ib. 33a15, cf. Phld.Rh.2.46 S., Sign.35, Oec.p.5 J., S.E.P.2.89.e take, i.e. determine, estimate,τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Th.3.20
;ἐντεῦθεν τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων Lycurg.66
;τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Th.2.42
.10 take in hand, undertake (cf. ληπτέον) , λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, opp. συνταχύνειν, Hdt.3.71; μηδένα πόνον λαβόντες without taking any trouble, Id.7.24;παλαισμάτων λ. φροντίδα Pi.N.10.22
.11 take in, hold, τὸ στρατόπεδον πεζοὺς λ. περὶ τετρακισχιλίους Plb.3.107.10.12 part. λαβών freq. seems pleonastic, but adds dramatic effect, λαβὼν κύσε χεῖρα took and kissed, Od.24.398, cf. Il.21.36: so in Trag. and Com., τί μ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας; S.OT 1391, cf. 641;τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβών Cratin.141
, etc.b ingressive of ἔχων ( ἔχω (A) A.1.6),ἑτάρους τε λ. καὶ νῆα.. ἦλθον Od. 15.269
, cf. S.Tr. 259.II receive,1 have given one, get, receive, prop. of things (AB 106),ἄποινα Il.6.427
;τὰ πρῶτα 23.275
; , v. infr.e;παρὰ βασιλέος δῶρα Hdt.8.10
, cf. Ar. Eq. 439;πρός τινος S.El.12
, etc.;ἀπὸ τῶν συκοφαντῶν X.Mem.2.9.4
; gain, win,κλέος Od.1.298
, S.Ph. 1347, etc.;ἀρετάν Pi.O.8.6
;κόσμον Id.N.3.31
codd. (v.l. ἔλαχες Sch.); , etc.; πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν attain.., Isoc.10.39;λ. νόστον E.IT 1016
, etc.;λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Isoc.5.61
; ; ; ; : also in bad sense,λ. ὀνείδη S.OT 1494
;συμφοράν E.Med.43
; (lyr.); γέλωτα μωρίαν τε incur.., Id. Ion 600;αἰτίαν ἀπό τινος Th.2.18
, etc.:—for λ. θυμόν, etc., v. supr.1.2 et infr. 3.b receive hospitably, Od.7.255, cf. S.OC 284 ([etym.] ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον) which approaches this sense; καλῶς λ. τινά treat well, BGU843.10 (i/ii A. D.).c receive in marriage, Hdt.1.199, 9.108, E.Fr.953.27, X. HG4.1.14, Isoc.10.39, PEleph.1.2 (iv B. C.), Men.Pk. 436; τοῖς λαμβάνουσιν ἐξ αὐτῶν, i.e. those who married their daughters, SIG1044.14 (Halic., iv/iii B. C.); also of the father taking a daughter-in-law,τῷ υἱῷ λ. τινά Men.Pk. 447
.e λ. δίκην receive, i.e. suffer, punishment, Hdt.1.115; τὴν ἀξίην λ. get one's deserts, Id.7.39; ;λ. ζημίας D.11.11
.f λ. ὅρκον receive an oath, Arist. Rh. 1377a8;λ. πιστά X.An.3.2.5
, al.; λ. λόγον demand an account, τινος for a thing, παρά τινος from a person, Id.Cyr.1.4.3, D.8.47.h receive as produce, profit, etc.,οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Ar.Nu. 1123
; [χρήματα] ἐκ τῆς ἀρχῆς Pl.R. 347b
; λ. ἑκατὸν τῆς δραχμῆς, ὀβολοῦ, purchase for.., Ar. Pax 1263, Ra. 1235, cf. Nu. 1395; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp.2.4.i λ. πεῖράν τινος, v. πεῖρα.3 of persons conceiving feelings and the like , λ. θυμόν take heart, Od. 10.461: freq. in periphrasis, λ. φόβον, = φοβεῖσθαι, S.OC 729; αἰδῶ λ., = αἰδεῖσθαι, Id.Aj. 345; λ. ὀργήν, = ὀργίζεσθαι, E.Supp. 1050: so generally λ. ἀρχήν, = ἄρχεσθαι, Id.IA 1124; λ. ὕψος, ἐπίδοσιν, αὔξησιν, = ὑψοῦσθαι, ἐπιδιδόναι, αὐξάνεσθαι, Th.1.91, Isoc.4.10, Arist.GA 732b5, etc.;λ. κακόν τι Ar.Nu. 1310
; λ. νόσον take a disease, Pl.R. 610d; λ. μορφήν, τέλος, etc., Arist.GA 762a13, 744a21, etc.; αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι receiving battlements, having battlements added, Th.4.69, cf. 115.4 c. inf., receive permission to.., SIG996.6 (Smyrna, i A. D.).B [voice] Med., take hold of, lay hold on, c. gen., [ σχεδίης] Od.5.325; τῆς κεφαλῆς, τῶν γουνάτων, Hdt.4.64, 9.76; , etc.;τοῦ βωμοῦ And.1.126
, etc.: c. dupl.gen.,μου λαβόμενος τῆς χειρός Pl. Chrm. 153b
.2 seize and keep hold of, obtain possession of, ; καιροῦ λαβόμενος seizing the opportunity, Is.2.28;λ. ἀληθείας Pl.Plt. 309d
: rarely c. acc.,τόν.. λελαβέσθαι Od.4.388
.3 lay hands upon, χαλεπῶς λαμβάνεσθαί τινος lay rough hands on him, deal hardly with him, Hdt.2.121. δ.4 of place, λ. τῶν ὀρῶν take to the mountains, Th.3.24, cf. 106; Δήλου λαβόμεναι (sc. αἱ νῆες) reaching Delos, Id.8.80.6 λαβέσθαι ἑαυτοῦ check oneself, Hld.2.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμβάνω
-
4 περικαταλαμβάνω
περι-κατα-λαμβάνω, rings umfassen, umschließen, ergreifen, zwingen; fassen, einholen; ὁ νέος καρπὸς περικαταλαμβάνει ἀεὶ τὸν ἔνον, die neue Frucht holt immer die jährige ein; intrans. περικαταλαβούσης τῆς ὥρας, sobald die Jahreszeit nach vollendetem Kreislaufe wiedergekehrt ist, den Kreislauf von Neuem begonnen hat -
5 λόγος
ο1) слово;δεν ακούς έναν καλό λόγο απ' αυτόν — доброго слова от него не услышишь;
μην κάνεις λόγο σε κανένα — никому ни слова;
2) речь, разговор;προφορικός (γραπτός) λόγος — устная (письменная) речь;
τα όργανα τού λόγου — органы речи;
τό χάρισμα τού λόγου — дар речи;
περί τίνος γίνεται λόγ; — о чём идёт речь?;
(ο) λόγος γίνεται — или γίνεται λόγος γιά... — речь идёт ο...;
ούτε λόγος να γίνεται — об этом не может быть и речи;
ο περί ού ο λόγος — или ο εν λόγω — тот, о ком идёт речь;
κάμνω ( — или κάνω) λόγο — говорить, сказать;
μου έκαμε λόγο γιά... — он сказал мне о...;
ό, τι είχαμε το λόγο σου — как раз о тебе и шла речь;
ένα λόγο λέμε και δεν ακουγόμαστε — мы же об одном и том же говорим;
3) слово, речь, выступление;гробное) слово;πανηγυρικός λόγος — торжественное выступление;
λόγος παραινετικός — наставление;
η ελευθερία τού λόγου — свободг слова;
βγάζω (εκφωνώ) λόγο — выступать, произносить речь;
ζητώ το λόγο — просить слова;
δίνω (λαμβάνω — или παίρνω) το λόγο — предоставлять (брать) слово;
αφαιρώ το λόγο — лишать слова;
έχω το λόγο — моя очередь выступать;
4) слово, обещание;λόγον τιμής — честное слово;
ο
λόγος του είναι συμβόλαιο — или είναι άνθρωπος με λόγο ( — или έχει λόγο) — он — человек слова;σού δίνω τον λόγο μου — даю тебе слово;
δίνω τον λόγο της τιμής μου — даю честное слово;
στέκομαι στον λόγο μου — быть хозяином своего слова;
κρατώ ( — или βαστώ, τηρώ, φυλάττω) τον λόγομού — держать своё слово;
παραβαίνω ( — или αθετώ, πατώ) τον λόγο μου — нарушить, своё слово;
παίρνω πίσω το λόγο μου — брать своё слово назад;
5) изречение, пословица, поговорка;λέει ένας λόγος — или ο λόγος λέει... — пословица, поговорка гласит...;
6) логика, (здравый) смысл;ορθός λόγος — здравый смысл;
μετά λόγου — или κατά λόγον — логично; — согласно здравому смыслу, благоразумно;
παρά λόγον — а) нелогично;
вопреки здравому смыслу; б) вопреки ожиданиям:7) слухи;ακούστηκε ( — или βγήκε) ένας λόγος πώς — прошёл слух, что...;
8) слово, мнение; совет, рекомендация; приказ;αυτός έχει το λόγο εδώ μέσα — здесь последнее слово за ним, здесь он командует, здесь он хозяин;
ο λόγος του δεν πέφτει χάμω — с его словом считаются;
δεν σού πέφτει λόγος — твоё слово тут последнее, тебя не спрашивают, лучше помолчи;
δεν τον ακούει τον λόγο μου — он меня не слушает, он меня ни во что не ставит;
ο λόγος μας ν' ακούγεται! — моё слово — закон;
9) причина, основание; повод;δεν έχω κανένα λόγο δυσαρέσκειας εναντίον του — я ничего не имею против него;
άνευ λόγου — без причины, неоправданно;
δικαίω τω λόγω — оправданно;
правильно;φυσικώ τω λόγω — естественно, конечно;
γιά (διά) τον λόγο ότι — или επί τω λόγω ότι — или λόγω — или λόγω τού ότι — по причине, из-за, вследствие; — потому что;
λόγω ασθενείας — из-за болезни;
γιά ποιό λόγο; — по какой причине?;
по какому поводу?;зачем?;γιά ποιό λόγο το έκαμες; — почему ты это сделал?, для чего ты Зто сделал?;
δεν είναι ( — или υπάρχει) λόγος — не стоит, не за что;
10) отчёт; ответственность;υπέχω λόγον — нести ответственность;
δίδω λόγόντων πράξεων ( — или γιά τίς πράξεις) μου — отвечать за свои поступки;
θα τού ζητήσω το λόγο — я с него спрошу;
11) мат. отношение;λόγος δύο αριθμών — отношение двух чисел;
§ πεζός λόγος — проза;
μεγάλος λόγος — громкие слова;
κενοί λόγοι — пустые слова;
άλλος λόγος — другое дело;
άξιος λόγου — али λόγου άξιος — достойный упоминания; — значительный;
примечательный;ανάξιος λόγου — недостойный упоминания;
τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;
ο λόγος το φέρνει — кстати говоря;
έρχομαι σε λόγους — ссориться, спорить;
δεν θέλω λόγο πάνω σ' αυτό — больше не желаю говорить, слушать об этом;
έδωσαν λόγο — а) они обручились;
б) они договорились...;ποιός έχει να πεί λόγο γιά...; — кто станет спорить о...?;
кто станет возражать против...?;περί ορέξεως ουδείς λόγος ο — вкусах не спорят;
τί λόγ! — или είναι λόγος να γίνεται; — о чём речь?!, стоит ли говорить об этом?!;
λόγος να γίνεται! — просто так, для разговора;
πες κάνα λόγο και γιά μένα σ' αυτόν — замолви ему и обо мне словечко;
από λόγο σε λόγο — слово за слово;
εν ενί λόγω — или μ'ελόγνα λόγο — одним 'словом;
κατά μείζονα λόγον — тем более;
κατ' αντίστροφον λόγον — наоборот, в обратном смысле;
κατά πρώτον λόγον — во-первых; — прежде всего;
επ' ουδενί λόγω — или κατ' ούδένα λόγον — никоим образом, ни в коем случае;
με άλλους λόγους — иными словами;
ο
λόγος είναι να... — речь идёт о том, чтобы...;του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — или λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — я (ты, он, она, мы, вы, они);
του λόγου σου μ' εγύρεψες; — ты меня искал?;
έχω κάτι να σού πω γιά λόγου της — я хочу тебе кое-что сказать о ней;
από λόγου μου — от самого себя;
ένας λόγος είν' αυτό — легко сказать;
ο λόγος το λέει — просто так, к слову пришлось;
πού λέει ο λόγος — к примеру, к слову сказать;
λόγου χάριν — например;
λόγο! - — о! оратору слово!;
ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φα' το! — с меня достаточно, я сыт по горло твоими речами;
λόγος πού βγαίνει, ψεύτικος δεν είναι — погов, нет дыма без огня
-
6 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει! -
7 διαλαμβανω
(fut. διαλήψομαι, aor. 2 διέλαβον, pf. διείληφα)1) схватывать поперек, охватывать(τινά Her.)
διαλαβὼν τὸ δόρυ Plut. — с копьем наперевес2) перехватывать, перерезывать, преграждать(τάφρῳ καὴ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Polyb.; χώρα χαράδραις διειλημμένη Diod.)
3) захватывать, занимать(τὰ στενόπορα Thuc.; φυλακαῖς τὰς ὁδούς Polyb.; τῷ στόλῳ τέν θάλασσαν Plut.)
4) окружать, оцеплять, укреплять(τείχη πύργοις и φυλακτηρίοις Arst.)
5) прерывать, перемежатьἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν Plat. — сделать остановку на слове «ἕκων», т.е. произнести его с ударением6) размечать, размежевывать(στήλαις τοὺς ὅρους Dem.)
7) разделять(τὸν ἀριθμὸν δίχα Plat.; πάντας εἰς δύο Arst.; κατὰ μέρος τὸ ἔργον Plut.)
ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ Her. — река, разделенная на пять рукавов8) распределятьθώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος Xen. — панцыри, с (равномерно по всему телу) распределенным весом9) получать по распределению(κατ΄ ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem.)
ἵνα διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια Xen. — чтобы каждый получил должное10) разукрашивать(γῆ χρώμασι διειλημμένη Plat.; λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc.)
11) различать, обособлять12) схватывать, понимать, постигать(τοῖς διανοήμασί τι Plat.)
πῶς οὖν τις αὐτὰ διαλαβὼν ὀρθῶς κρινεῖ ; Eur. — как же, заметив это, можно правильно судить?13) обдумывать, решать, определять(τι, περί и ὑπέρ τινος, ποιεῖν τι и τί δεῖ ποιεῖν Polyb.)
-
8 εκλαμβανω
(fut. ἐκλήψομαι)1) захватывать, брать2) брать, перенимать, заимствовать(τοὺς τῶν Ἀχαιῶν ἐθισμοὺς καὴ νόμους ἐκλαβεῖν Polyb. - ср. 6)
3) получать(ἐν ταῖς συνθήκαις τι παρά τινος Isocr.)
ἐκλαβεῖν τι ἀριστεῖα Soph. — получить что-л. в награду за доблесть;δίκας ἐκλαβεῖν παρά τινος Plat. — покарать кого-л.4) принимать в себя, поглощать5) воспринимать, усваивать6) понимать, истолковывать(τοὺς νόμους οὕτως ὥσπερ ἐγώ Lys. - ср. 2; ἐπὴ τὸ χεῖρόν τι Arst.; τέν αἰτίαν καλῶς Plut.)
7) принимать на себяἐ. ἐπὴ τέν Ἑλλάδα ἔργα Her. — брать на себя поручения по всей Греции;
ἐκλαβεῖν παρὰ τῆς πόλεως πίνακα γράψαι Plut. — принять от города заказ на картину -
9 προσεπιλαμβάνω
2 take or require still more, Thphr.HP8.2.7: c. gen., Porph.Abst.2.27; take in, occupy besides, Plb.10.10.5, Gem. 18.3; receive in addition,τὴν ἐποπτείαν Plu.Demetr.26
;παλάθην ἰσχάδων Luc.Pisc.41
; τοῦ δημοσίου a piece of public land, Plu.Publ. 20: abs., encroach, Thphr.Ign.50.II [voice] Med., lay hold besides, [τινὸς] κατὰ τὸ γόνυ Hp.Fract.13
: metaph., help in a thing besides,προσεπιλαβέσθαι τοῦ πολέμου Hdt.5.44
; τοῦ ἔργου take part in it, D.C.75.6: abs., attack besides, Pl.Ti. 65d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεπιλαμβάνω
См. также в других словарях:
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
περιαίνυμαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «περιαίνυτο περιελάμβανεν, περιεῑχεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αἴνυμαι «λαμβάνω, παίρνω»] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek
Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… … Wikipédia en Français